ΤΑ ΣΤΟΛΙΔΙΑ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΣΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ
Τα χαντρωτά.
Σε κάποια χωριά της Λέσβου στολίζουν τα
άλογα στα πανηγύρια με μια κατηγορία στολιδιών που ονομάζονται
"χαντρωτά" (φωτ.1). Αυτά είναι τα γνωστά χαλινάρια, στηθούρια και
κουσκούλια στα οποία έχουν ράψει στο
δέρμα από το οποίο είναι κατασκευασμένα μικρές χρωματιστές χάντρες, ώστε να
καλυφθεί όλη η επάνω επιφάνεια τους. Στα χαντρωτά ανήκει και το
"λουρί" το οποίο είναι μια δερμάτινη ταινία που περιβάλει το λαιμό
του ζώου. Ο ρόλος του είναι αποκλειστικά διακοσμητικός (2). Στην φωτ. 3 έχουμε
ένα όμορφο, πολύ παλιό λουρί κατασκευασμένο με ιδιαίτερα ψιλές χάντρες. Τα
τέσσερα αυτά τα στολίδια ενός ζώου αποτελούν όλα μαζί ένα "τακίμ
χαντρωτά". Σε κάποιες περιπτώσεις είναι καλυμμένο με χάντρες και το
καμουτσί. Στην κατηγορία αυτή στολιδιών ανήκουν και τα "σοσόνια"
(φωτ.4 και φωτ.5). Αυτά είναι δερμάτινα
λουριά καλυμμένα με χάντρες τα οποία προσαρμόζονται σαν βραχιόλια στο κάτω
μέρος των μπροστινών ποδιών του ζώου. Ένα σε κάθε πόδι, αμέσως ποιο πάνω από την οπλή
του. Τα σοσόνια είναι από τα στολίδια που θα δούμε πολύ σπάνια.
Το χαλινάρι είναι ένα σύνολο εξαρτημάτων
που προσαρμόζονται στο κεφάλι του υποζυγίου προκειμένου να βοηθούν τον αναβάτη
να το κατευθύνει. Αποτελείται από την "κεφαλαριά", τη
"χαβιά" και τα "τραβηχτά του χαλ(ι)ναριού". (φωτ.6
και φωτ.7).
"Κεφαλαριά" είναι το δερμάτινο τμήμα του χαλιναριού.
Αποτελείται από τρία λουριά, όπως και το καπίστρι. Την "κεφαλουριά"
και τα δυο "πλαϊνά λουριά". Σε κάποια χαλινάρια προσθέτουν άλλο ένα
λουρί, την "μ’ταριά χαλινού" που έχει στερεωμένες τις άκρες του στα
δυο πλαϊνά λουριά λίγο πιο πάνω από τα ρουθούνια του ζώου.
Η "χαβιά χαλ(ι)ναριού" είναι
μεταλλικό εξάρτημα στο κάτω μέρος του κεφαλιού του ζώου (φωτ. 14). Ένα τμήμα
της που ονομάζεται "στομίδα" βρίσκεται μέσα στο στόμα του και το
υπόλοιπο βρίσκεται έξω από αυτό πίσω από την κάτω σιαγόνα του . Όταν ο αναβάτης
τραβάει τα "τραβηχτά" η στομίδα χτυπάει στο ουρανίσκο του ζώου και το
αναγκάζει να σταματήσει.
Στο κάτω μέρος του τμήματος της χαβιάς
που βρίσκεται έξω από το στόμα του ζώου υπάρχουν δυο τρύπες. Μια προς τη δεξιά
πλευρά του κεφαλιού του ζώου και μια προς την αριστερή. Σε κάθε μια είναι
δεμένο ένα δερμάτινο λουρί που καταλήγει στον αναβάτη. Τα δυο αυτά λουριά είναι
τα "τραβηχτά του χαλ(ι)ναριού". Στο Πλωμάρι αλλά και σε άλλα χωριά
είναι γνωστά σαν "ντερμπεγιέδες". Αν ο αναβάτης θέλει να οδηγήσει το
ζώο προς τα δεξιά τραβάει το δεξί τραβηχτό, αν θέλει να το οδηγήσει στα
αριστερά, τραβάει το αριστερό και αν θέλει να το σταματήσει, τραβάει και τα δυο
τραβηχτά μαζί. Σε κάποια τραβηχτά εκεί, όπου ενώνονται στο πίσω μέρος
τους, κρέμεται ένα μικρό καμουτσί που
ονομάζεται “καμουτσάκ”. Αυτό έχει μήκος περίπου 30 εκ. Είναι κατασκευασμένο από
σπάγκο που βρίσκεται στο εσωτερικό
του και δερμάτινα λουριά που πλέκονται
γύρω από το σπάγκο.
Στο επάνω μέρος της η χαβιά έχει δυο
άλλες τρύπες μια προς την αριστερή και μια προς την δεξιά πλευρά του κεφαλιού
του ζώου, όπου προσαρμόζονται τα πλαϊνά
λουριά της "κεφαλαριάς".
Στα άλογα το
στηθούρι συγκρατεί τη σέλα του αλόγου,
ώστε να μη γλιστρήσει προς τα πίσω στη ράχη του. Κάποια στηθούρια αλόγων
αποτελούνται από ένα δερμάτινο λουρί που περιβάλλει το στήθος του ζώου και
είναι η μια του άκρη στερεωμένη στη μια πλευρά της σέλας και η άλλη άκρη του
στην άλλη πλευρά της. Κάποια άλλα στηθούρια αποτελούνται από τρία λουριά (φωτ.1).
Τα δυο από αυτά προσαρμόζονται το ένα στη δεξιά και το άλλο στην αριστερή
πλευρά της σέλας και συνδέονται με το
τρίτο στο στήθος του ζώου. Το τρίτο αυτό λουρί κατευθύνεται ανάμεσα από τα
μπροστινά πόδια του ζώου και στην κοιλιά του προσαρμόζεται στην μεσιά.
Το
κουσκούλ(ι) είναι εξάρτημα της σέλας του
αλόγου (φωτ.8 και 9). Η χρησιμότητα του είναι να συγκρατεί τη σέλα, ώστε να μην
γλιστρήσει προς τα εμπρός στη ράχη του. Το μπροστινό του τμήμα είναι δερμάτινο
λουρί το οποίο στη συνέχεια χωρίζεται σε δυο λεπτότερα που σχηματίζουν μεταξύ
τους γωνία. Το άκρο κάθε ενός από αυτά ενώνεται με το άκρο μιας κυλινδρικής
δερμάτινης κατασκευής, ώστε να σχηματιστεί θηλιά. Για να προσαρμόσουν το
κουσκούλ στη σέλα, περνάνε την ουρά του ζώου μέσα από τη θηλιά, ώστε αυτή να
στηρίζεται στα καπούλια του στη βάση ακριβώς της ουράς. Στη συνέχεια δένουν το
λουρί του μπροστινού τμήματος στη σέλα.
Οι χάντρες ράβονται με χοντρή μισίνη
επάνω στο δέρμα με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματίζουν μια πολύ μεγάλη ποικιλία
χρωματιστών σχεδίων. Μισίνη είναι το πλαστικό νήμα που χρησιμοποιείται σε διάφορα
είδη ψαρέματος. Στο χαλινάρι, το στηθούρι, το κουσκούλ(ι), το λουρί, τα σοσόνια
και το καμουτσί του ίδιου τακιμιού υπάρχουν τα ίδια σχέδια με τα ίδια χρώματα.
Τα σχέδια αυτά είτε προέρχονται από το φυτικό διάκοσμο, είτε είναι γεωμετρικά
σχήματα. Σε αυτά που προέρχονται από το φυτικό διάκοσμο συναντούμε συνήθως
κλαδιά με φύλλα, με καρπούς και με άνθη. Στα γεωμετρικά σχήματα κυριαρχούν οι
ρόμβοι και τα τρίγωνα. Αλλά θα
συναντήσουμε και κύκλους, σταυρούς και αστέρια. Πολλές φορές παρεμβάλλονται φυτικά σχέδια ανάμεσα στα
γεωμετρικά σχήματα. Οι κατασκευαστές των χαντρωτών τα σχέδια που δημιουργούν τα
αντιγράφουν από έντυπα σχέδια για κέντημα που υπάρχουν στο εμπόριο. Τα
διαλέγουν οι ίδιοι ή τους δίνει ο πελάτης να αντιγράψουν κάποιο της αρεσκείας
του. Ή ακόμα τους φέρνει ο πελάτης κάποιο
άλλο χαντρωτό, για να το αντιγράψουν.
Τα τακίμια χαντρωτών κατασκευάζονται από
ειδικευμένους τεχνίτες. Αυτοί για να ράψουν τις
χάντρες χρησιμοποιούν σουβλί, με το οποίο τρυπάνε το δέρμα και βελόνα στην
οποία έχουν "περάσει" μισίνη. Όπως
έχουμε περιγράψει σε προηγούμενες ενότητες τα χαλινάρια, τα στηθούρια,
τα κουσκούλια και τα λουριά που αποτελούν το τακίμ
είναι κατασκευασμένα από μακρόστενα λουριά κατάλληλα στερεωμένα μεταξύ τους. Οι
χάντρες ράβονται στο κάθε ένα από αυτά τα λουριά με μια συγκεκριμένη
διαδικασία. Ο τεχνίτης αρχίζει το ράψιμο από την μια άκρη του λουριού. Στην
αριστερή πλευρά της άκρης αυτής τρυπάει με το σουβλί το δέρμα και περνάει μέσα
στην τρύπα την μία άκρη της μισίνης από την επάνω προς την πίσω επιφάνεια του,
όπου και την στερεώνει. Στην άλλη άκρη της μισίνης περνάει ένα συγκεκριμένο
αριθμό χαντρών με συγκεκριμένα χρώματα,
ανοίγει με το σουβλί τρύπα στην δεξιά πλευρά του λουριού, περνάει μέσα την άκρη της μισίνης και όταν βγει από
την πίσω πλευρά του λουριού την τεντώνει. Έτσι σχηματίστηκε η πρώτη σειρά με
χάντρες κάθετη στον κατά μήκος άξονα του λουριού. Στη συνέχεια ανοίγει τρύπα
στην αριστερή πλευρά του δέρματος ακριβώς κάτω από εκεί που τρύπησε για την
πρώτη σειρά. Περνάει την άκρη της μισίνης
και όταν προβάλει στην επάνω επιφάνεια του δέρματος την τεντώνει. Στην ελεύθερη
άκρη της περνάει πάλι χάντρες και συνεχίζει με την ίδια διαδικασία
σχηματίζοντας παράλληλες σειρές μέχρι την άλλη άκρη του λουριού. Οι χάντρες που
περνάει κάθε φορά είναι έτσι υπολογισμένες σε αριθμό και χρώμα ώστε καθώς
κατασκευάζονται οι παράλληλες αυτές σειρές ταυτόχρονα να δημιουργούνται τα επιθυμητά σχέδια. Ο
Μισογτές αφού έκανε όλη αυτή τη διαδικασία που περιγράψαμε μέχρι τώρα έραβε στη
συνέχεια την μισίνη κάθε σειράς, μετά από κάθε 2-3 χάντρες επάνω στο δέρμα χρησιμοποιώντας πάλι μισίνη. Η τεχνική αυτή πρόσθετε πολύ χρόνο
παραπάνω στην κατασκευή του χαντρωτού αλλά ήταν και πολύ χρήσιμη. Όταν σε
κάποια σειρά κοβόταν η μισίνη έφευγαν από τη θέση τους μόνο οι χάντρες μεταξύ
δυο ραψιμάτων. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα ραψίματα θα έφευγαν οι χάντρες όλης της
σειράς. Επί πλέον υπήρχε ο κίνδυνος να
φύγει από τη θέση της η μισίνη και μαζί της οι χάντρες προηγούμενων ή επόμενων
σειρών. Κάποιοι τεχνίτες δεν κάνουν αυτή την εργασία, για να είναι λιγότερος ο
χρόνος κατασκευής του "τακιμιού" και συνεπώς να στοιχίζει λιγότερα
χρήματα. Αφού τελειώσει το ράψιμο των χαντρών στερεώνεται στο πίσω μέρος του
λουριού κετσές.
Παρατηρώντας τα στηθούρια των χαντρωτών
θα δούμε, ότι σε κάποια από αυτά, τα δυο πλαϊνά λουριά που καταλήγουν στη σέλα
είναι ίσια (φωτ.1) ενώ σε κάποια άλλα έχουν μια ελαφριά διπλή καμπύλη (φωτ.10).
Αυτά είναι τα «καμπυλωτά» χαντρωτά στηθούρια. Τα πρώτα «καμπυλωτά» χαντρωτά
στηθούρια τα κατασκεύασε ο Θ. Μισογτές στο χωριό Νάπη της Λέσβου. Υπήρχαν ήδη
καμπυλωτά στηθούρια αλλά ήταν στολισμένα με καμπαράδες, δηλαδή μεταλλικά
στολίδια. Ο Μισογτές σκέφτηκε ότι θα ήταν ωραία και σαν χαντρωτά, τα κατασκεύασε
και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Άρεσαν στον κόσμο και έγιναν μόδα. Βέβαια λόγω
ακριβώς των καμπυλών υπήρξαν τεχνικές δυσκολίες τις οποίες βρήκε τρόπους να
ξεπεράσει. Οι δυσκολίες δεν ήταν για τον Μισογτέ εμπόδιο. Ήταν η πρόκληση για
να βελτιώσει τη δουλειά του και να δημιουργήσει κάτι καινούργιο. Κατείχε την
τεχνική, είχε την υπομονή και κυρίως είχε το μεράκι. Ανέδειξε την τέχνη των
«χαντρωτών» σε υψηλά επίπεδα τόσο τεχνικής όσο και αισθητικής. Τα τακίμια με
«καμπυλωτά» στηθούρια ήταν ακριβότερα από τα τακίμια με απλά στηθούρια.
Στο
χωριό Αγία Παρασκευή υπάρχουν δυο τακίμια χαντρωτά κατασκευασμένα με
διαφορετική τεχνική. Είναι "πλεκτά" (φωτ.11,12,13,14,15). Εδώ οι
χάντρες δεν ράβονται επάνω στο δέρμα. Είναι "πλεγμένες" με το
βελονάκι όπως ακριβώς πλέκονται με το βελονάκι οι δαντέλες. Για κάθε λουρί από
το οποίο αποτελείται το χαντρωτό πρώτα πλέκονται οι χάντρες και μετά το πλεκτό
που κατασκευάζεται στερεώνεται στο δέρμα. Πριν το πλέξιμο παίρνουν ένα πολύ
ψιλό σύρμα, από εκείνα που υπάρχουν στο εσωτερικό κάποιων ηλεκτρικών καλωδίων.
Διπλώνοντας την μια άκρη του στερεώνουν εκεί την μια άκρη του κατάλληλου για το
πλέξιμο νήματος. Περνούν στο σύρμα και
στη συνέχεια στο νήμα μια-μια όλες τις χάντρες από τις οποίες αποτελείται
ολόκληρο το πλεκτό του λουριού. Όσο
εξελίσσεται αυτή η εργασία τυλίγουν σε κουβάρι το νήμα στο οποίο έχουν ήδη
περαστεί χάντρες. Όταν περαστούν όλες
αρχίζουν το πλέξιμο με το βελονάκι. Οι χάντρες είναι μετρημένες με μεγάλη
ακρίβεια και περασμένες με την κατάλληλη σειρά
στο νήμα έτσι ώστε με το πλέξιμο να σχηματιστούν τα σχέδια που έχουν
επιλέξει.
Για να κατασκευαστεί ένα τακίμ χαντρωτών
απαιτούνταν περίπου ένας μήνας δουλειάς. Ασφαλώς αυτό είχε σαν συνέπεια να
είναι μεγάλο το κόστος τους. Ο Θανάσης Μισογτές έχει στείλει χαντρωτά σε
διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού (Κρήτη, Β. Ελλάδα).
Υπάρχουν κάποια καπίστρια κατασκευασμένα
από ψιλό σκοινί και σχετικά μεγάλες χάντρες «περαστές» σε αυτό (φωτ.16,17,18,19,20). Εκτός από τις χάντρες συνήθως η διακόσμηση τους συμπληρώνεται
με μπουφάκια, ενώ σε μερικά συναντούμε ενσωματωμένα καθρεφτάκια. Τα βάζουν στα
ζώα σαν δεύτερο καπίστρι και ο ρόλος τους είναι αποκλειστικά διακοσμητικός.
Κάποια από αυτά είναι ιδιαιτέρως καλαίσθητα. Γνωρίζουμε συγκεκριμένα καπίστρια
αυτού του είδους που έχουν κατασκευαστεί από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες των
ζώων τους. Δεν έχουμε πληροφορίες αν υπήρχαν κάποιοι που τα κατασκεύαζαν και
επαγγελματικά.
Κάποια τακίμια δεν είναι στολισμένα με
χάντρες αλλά με μεταλλικά ελάσματα τα οποία στερεώνονται επάνω στο δέρμα. Τα
ελάσματα αυτά ονομάζονται καμπαράδες. Οι παλιοί ήταν μπρούτζινοι ενώ οι
νεότεροι είναι κατασκευασμένοι από ανοξείδωτο μέταλλο.
Ο
Θανάσης Μισογτές (φωτ.21) γεννήθηκε το 1943
στο χωριό Νάπη της Λέσβου και πέθανε το 2003. Κατασκεύαζε "χαντρωτά"
μέχρι το 2001.Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης (υποδηματοποιός). Έμαθε και ο ίδιος
την τέχνη του υποδηματοποιού. Παράλληλα έφτιαχνε λουριά για τα κουδούνια που
κρεμούν στο λαιμό των προβάτων, καπίστρια καθημερινής χρήσης, καπλουδέτες
κ.λ.π. «Στην συνέχεια άρχισε να επισκευάζει
σαμάρια (αλλαγές στα δέρματα, κιτσέδες, πλανέτες). Δηλαδή ακόμα και εκτεταμένες
επιδιορθώσεις. Έπαιρνε ένα παλιοσάμαρο και το έκανε καινούργιο. Βέβαια είχε και
τον αντίστοιχο πόλεμο από τους σαμαράδες. Παράλληλα με αυτό άρχισε να εξελίσσει
και την τέχνη του χαντρωτού αλλά και των τακιμιών με καμπαράδες. Κάποιες φορές
έβαζε πάνω και μεταλλικά από Τουρκία (σ.σ. εννοεί καμπαράδες από Τουρκία). Τα
στηθούρια ήταν καμπυλωτά (όπως τα χαντρωτά) αλλά με μεταλλικά στολίδια (σ.σ. στα
τακίμια με καμπαράδες). Έφτιαχνε και σέλες. Έπαιρνε παλιούς σκελετούς (
στρατιωτικούς συνήθως) και τους έφτιαχνε. Επίσης όλα αυτά είχαν ραφές στο χέρι
(όχι μηχανής). Ο πατέρας μου δεν χρησιμοποιούσε κανένα μηχανικό μέσο. Ακόμα και
τον σπάγκο τον έφτιαχνε όσο χοντρό ήθελε και μετά τον κέρωνε με φυσικό κερί για
πιο πολύ αντοχή. Και φυσικά παράλληλα ελιές και πρόβατα και πιο παλιά
μεροκάματο στο ζευγάρισμα με άλογα, θερίσματα, αλωνίσματα κλπ. Ήξερε και την
τέχνη του ηλεκτρολόγου παρεμπιπτόντως». Στις φωτ. 22,23 και 24 βλέπουμε λουρί,
σουσκούλ(ι) και στηθούρ(ι) κατασκευασμένα από τον Θ. Μισογτέ. Είναι και τα τρία
από το ίδιο τακίμ. Στη φωτ. 25 βλέπουμε καπλουδέτ κατασκευασμένο από τον
Μισογτέ.
Η λέξη
καπλουδέτ’ς (ο) ή καπλουδέκς (ο) κατά τη Μεσοτοπίτικη διάλεκτο είναι σύνθετη λέξη από το καπούλια + δέτης.
Καπούλια είναι τα οπίσθια των μεγάλων τετραπόδων. Πρόκειται για δερμάτινο
κάλυμμα στο επάνω μέρος των οπισθίων των
ζώων (φωτ.20). Προσαρμόζεται στο σαμάρι του ζώου και χρησιμεύει στο να
συγκρατεί το σαμάρι να μη γλιστρήσει προς τα εμπρός στη ράχη του.
Νικόλαος Α. Μισογτές, γιός του Θανάση Μισογτέ.
φωτ.1 Άλογο στολισμένο με χαντρωτά.
φωτ.2 Άλογο στολισμένο με χαντρωτά. Διακρίνεται το
λουρί στο λαιμό του.
φωτ.3 Λουρί.
φωτ.4 Σοσόνι.
φωτ.5 Σοσόνι.
φωτ.6 Άλογο στολισμένο με τακίμ χαντρωτών.
Διακρίνονται τα "τραβηχτά του χαλ(ι)ναριού".
φωτ.7 Άλογο στολισμένο με χαντρωτά.
φωτ. 8 Κουσκούλι.
φωτ.9 Κουσκούλι.
φωτ. 10 «Καμπυλωτό» χαντρωτό στηθούρι.
φωτ.11 «Πλεκτό»
χαντρωτό στηθούρι.
φωτ. 12 «Πλεκτό» χαντρωτό χαλινάρι, λουρί και τραβηχτά.
φωτ. 13 «Πλεκτό» χαντρωτό στηθούρι.
φωτ. 14 «Πλεκτό» χαντρωτό χαλινάρι, λουρί και τραβηχτά.
φωτ. 15 «Πλεκτό» κουσκούλι.
φωτ. 16 Καπίστρι κατασκευασμένο από
ψιλό σκοινί και σχετικά μεγάλες «περαστές» χάντρες.
φωτ.17 Καπίστρι κατασκευασμένο από
ψιλό σκοινί και σχετικά μεγάλες «περαστές» χάντρες.
φωτ.18 Το καπίστρι της φωτογραφίας 17 στο κεφάλι
γαϊδουριού.
φωτ. 19 Καπίστρι κατασκευασμένο από
ψιλό σκοινί και σχετικά μεγάλες «περαστές» χάντρες.
φωτ. 20 Καπίστρι κατασκευασμένο από
ψιλό σκοινί και σχετικά μεγάλες «περαστές» χάντρες. Φαίνονται οι θέσεις όπου
ήταν προσαρτημένα έξη στρογγυλά καθρεφτάκια.
φωτ.21 Ο Θανάσης
Μισογτές.
φωτ. 22 Χαντρωτό λουρί κατασκευασμένο από τον Θανάση
Μισογτέ.
φωτ.23 Χαντρωτό κουσκούλι κατασκευασμένο από τον Θανάση Μισογτέ.
φωτ.24 Χαντρωτό στηθούρι κατασκευασμένο από τον Θανάση
Μισογτέ.
φωτ.25. Χαντρωτός καπλουδέτης κατασκευασμένος από τον Θανάση Μισογτέ.
τέλειο
ΑπάντησηΔιαγραφή