Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Το μέτρημα του λαδιού στη Λέσβο - Το λαγήνι.

                                             
                                                                             
             Το λάδι στη Λέσβο πουλιόταν ως το 1937 μετρικά με το λαγήνι. Αυτό ήταν ένα μπακιρένιο (χάλκινο) γανωμένο (επικασσιτερωμένο) δοχείο (εικ.1). Στο επάνω μέρος του είχε δύο μικρές τριγωνικές τρύπες, την μία πάνω από την άλλη που καθόριζαν τη στάθμη του λαδιού μέσα στο λαγήνι. Όταν ήταν σε οριζόντια θέση με φραγμένη την κάτω τρύπα χωρούσε 6,45-6,50 οκάδες1 λάδι ανάλογα με την απόσταση της από την επάνω τρύπα. Όταν η κάτω τρύπα δεν ήταν φραγμένη χωρούσε 6,25 οκάδες. Σε κάθε καινούργιο λαγήνι γινόταν έλεγχος πριν χρησιμοποιηθεί, για να διαπιστωθεί αν οι δυο τρύπες είχαν ανοιχθεί στην κατάλληλη θέση. Στη συνέχεια έβαζαν σφραγίδες, για να πιστοποιηθεί η καταλληλότητά του. Το μέτρημα με τα λαγήνια το έκαναν ειδικοί μετρητές που λέγονταν "κιστιτζήδες". Η δουλειά αυτή δεν ήθελε καμία ιδιαίτερη τεχνική. Μόνο κάποια εμπειρία και εξάσκηση.
       Από την απόφαση με αύξοντα αριθμό 8 του έτους 1878 της Δημαρχιακής επιτροπής Μανταμάδου πληροφορούμαστε ότι οι κοινότητες των χωριών διατηρούσαν "πρότυπο" λαγήνι με το οποίο έκαναν έλεγχο στα λαγήνια των μύλων παλιότερα και των ελαιοτριβείων αργότερα για να εξακριβώσουν αν αυτά χωρούσαν τον κανονικό όγκο λαδιού. Επειδή στα λαγήνια που έχουμε δει υπάρχουν πολλές σφραγίδες θα πρέπει να υποθέσουμε ότι μετά από κάθε έλεγχο έβαζαν και νέα σφραγίδα (εικ.2 και εικ.3).

Πρακτικά 1878 – 1882
Αρθ.8
Σήμερον τήν εικοστήν ογδόην Μαΐου το χιλιοστοῦ ὀκτακοσιοστοῦ ἑβδομηκοστο γδόου τους μέραν Κυριακήν και ρανγδόην Τουρκιστί προεδρεύοντος το κυρίου Προδρόμου Χη Νικολάου ὡς προεδρευόντων αὐτών ἁπάντων τν λοιπν μελν τῆς ἐπιτροπῆς ἐνεκρίθη ὡς ἀπεφασίσθη παμψηφεί να επιθεωρήσωσι όλα τα λαγήνια και να τα παραβάλωσι πρός το ἀκέραιον λαγήνιον τς κοινότητος.
                                                                    Ό πρόεδρος τς Δημαρχιακς ἐπιτροπς Μανδαμάδου
                                                                                          Πρόδρομος Χη Νικολάου
                                                                                                     Οἱ πάρεδροι
                                                                                          Π.Δ. Κομίλης
                                                                                          Παναγιώτης Βογιατζής
                                                                                          Γιάννης Παρασκευαΐδης
                                                                                           Στρατής Γ Χειροπαίδης

        Υπήρχαν και οι υποδιαιρέσεις του λαγηνιού. Το 1/2 του λαγηνιού που λεγόταν “μ'λάγνου” (ημιλάγηνον=μισό λαγήνι) και το 1/4 “μ'σουλάγνου” ή "κμάρ" (κουμάρι). Ο Κώστας Τσέλεκας υποστηρίζει ότι "τέτοια μετρίδια δεν υπήρχαν, μα ήταν “φανταστικά” κατά τον υπολογισμό μιας ποσότητας λαδιού". Δηλαδή δεν υπήρχε κάποιο δοχείο που ονομαζόταν "κμάρ" και το οποίο  χωρούσε ποσότητα λαδιού ίση με το 1/4 του λαγηνιού. Όταν το λαγήνι γέμιζε μέχρι το 1/4 του έλεγαν τότε ότι περιέχει ποσότητα λαδιού ίση με ένα "κμάρ"2.

Ας δούμε τώρα σε τι χρησίμευαν οι δυο τρύπες του λαγηνιού. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το λάδι που μόλις έχει παραχθεί στο ελαιοτριβείο περιέχει μια μικρή ποσότητα από ξένες ουσίες οι οποίες σιγά σιγά κατακάθονται. Επίσης ότι το λάδι αυτό το μετρούσαν πάντα με την επάνω τρύπα. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ένας έμπορος αγόρασε 100 λαγήνια τέτοιο λάδι και ότι στη συνέχεια το αποθήκευσε σε κάποιον αποθηκευτικό χώρο. Όταν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα αποφάσισε να το πουλήσει, το καθαρό λάδι δεν ήταν πια 100 λαγήνια αλλά λιγότερο αφού είχαν κατακαθίσει στο πυθμένα οι ξένες ουσίες. Για να μην ζημιώσει αλλά να έχει πάλι 100 λαγήνια να πουλήσει μετρούσαν τώρα το λάδι με την κάτω τρύπα αφού τότε το λαγήνι χωράει μικρότερη ποσότητα.
       Μέσα στα "κιούπια" που αποθηκευόταν το λάδι, καθώς οι ξένες ουσίες με το χρόνο κατακάθιζαν διαμορφώνονταν διάφορα στρώματα (ποιότητες) λαδιού. Κάθε στρώμα είχε ιδιαίτερη ονομασία. Το πάνω-πάνω λεγόταν “γιαλί-λαπάντ”, το πιο κάτω λεγόταν “τσακιστό”, το πιο κάτω “ασπρόλαδο” και το κατακάθι “πουσάδες” ή “καραπουσάδες"3. Πριν από την πούληση γινόταν συμφωνία με ποια τρύπα θα αγοραστεί το λάδι, με την επάνω ή με την κάτω. Με την επάνω τρύπα το αγόραζε πάντα ο έμπορας σε δυο περιπτώσεις:
α) από το ελαιοτριβείο, επειδή ακόμα ήταν ζεστό και περιείχε ξένες ουσίες
β) απ' το “κιούπι” όταν το αγόραζε SUDAN MADE, δηλ. όταν αγόραζε όλο το λάδι που περιείχε το κιούπι από την κορυφή ως τους “πουσάδες”.

Με την κάτω τρύπα αγόραζε μόνο το “λαπάντ” και το "τσακιστό".Αλλά επειδή ήταν πολύ δύσκολος ο διαχωρισμός “τσακιστού” και “ασπρόλαδου” άρχιζε το μάλωμα μεταξύ πωλητή και εμπόρου. Ο πρώτος επέμενε ότι το λάδι που μετέφεραν από το κιούπι του στο δοχείο του εμπόρου είναι ακόμη "τσακιστό", ενώ ο έμπορος δεν το έπαιρνε γιατί υποστήριζε ότι άρχισαν είδη να αντλούν από το κιούπι και “ασπρόλαδο”. Έπρεπε να βρεθεί αξιόπιστος διαιτητής για να κανονίσει τη διαφορά.
"Αλλά και με την απάνω και με την κάτω τρύπα, φανερό ήταν πως γινόταν πάντα “υποκλοπή” σε βάρος του παραγωγού. Γιατί ο μετρητής -ειδικός πάντα στη δουλειά του μετρήματος- ενδιαφερόταν πάντοτε για το συμφέρον του αφεντικού του εμπόρου κι έτσι ασυνείδητος ως επί το πλείστον προσπαθούσε με κάθε τρόπο, να αδικήσει τον απλό παραγωγό: α) δεν τοποθετούσε το λαγήνι σε οριζόντια θέση αλλά γερτή αντίθετη απ' τις τρύπες β) δε γέμιζε σιγά σιγά το λαγήνι, αλλά το παραγέμιζε και δεν περίμενε η ελεύθερη επιφάνεια να φθάσει στην τρύπα, αλλά βιαστικά βιαστικά το κένωνε (άδειαζε) στο βαρέλι του εμπόρου, εκφωνώντας το μέτρημα τραγουδιστά παραπλανώντας τον πωλητή. Έτσι πάντα ο έμπορος έβρισκε πλεόνασμα. Έπρεπε ο παραγωγός να είναι πολύ ανοιχτομάτης και να παρακολουθεί άγρυπνα το μέτρημα, αλλά και πάλι ζημιωμένος ήταν πάντα, γιατί με τις ταχυδακτυλουργικές κινήσεις των χεριών του ο μετρητής σε κάθε λαγήνι μπορούσε να κλέψει και μισή οκά κατά το γέμισμα του λαγηνιού. Γι' αυτό τ' αφεντικό δεν τον άλλαζε φιλοδωρώντας τον, ασφαλώς μετά την αγορά. "4. Ύστερα από αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες των παραγωγών προς τις εκάστοτε κυβερνήσεις και παρά τις αντιδράσεις των εμπόρων το λαγήνι καταργήθηκε το 1937 και το λάδι πουλιόταν ζυγιστό με την οκά. Έτσι χάθηκε και το επάγγελμα του μετρητή.
       "Οι μετρητές για να μη μπερδεύονται σε κάθε λαγήνι που γέμιζαν εκτός από τον αριθμό πρόσθεταν και κάτι δικό τους. Έτσι ξυπόλυτος και με ανεσκουμπωμένο το παντελόνι ως τα γόνατα γυαλιστερός απ' το λάδωμα αλλά και γραφικός στην απλότητα του ακουόταν ο μετρητής να φωνάζει τραγουδιστά"5:
Ένα, πρίμο
Δύο, δύο είναι τα μέτρα δίκαια μάστορα μέτρα.
Τρία, Αγία Τριάς να βοηθάς ημάς.
Τέσσερα, Σταυρός να σκάσει ο πειρασμός.
Πέντη, ρήγα μου και λεβέντη.
Έξη, άψε το κερί να φέξει και το λάδ να ταξιδέψει στη Αθήνα και Τεργέστη.
Εφτά, εφτάξαν και χιλιάξαν, πουλιά ταν και πετάξαν.
Οκτώ, γράψε μάστορα κι' αυτό.
Εννιά, εννιά ναι και μη νοιάζεσαι σα παντρευτείς ξενοιάζεσαι.
Δέκα,τάλια.
Μετά την πρώτη δεκάδα άρχιζαν πάλι λέγοντας τα ίδια λόγια με κάθε λαγήνι. Στη συνέχεια είχαμε Δυό τάλιες....... Τρεις τάλιες κ.λ.π.
Ο κάθε μετρητής είχε το δικό του ρυθμό στο μέτρημα και έλεγε τα συνοδευτικά λόγια με μια δικιά του παραλλαγή. Ας δούμε πως μας τα διασώζει ο Γιάννης Π. Μαυραγάνης6:
Ένα, πρίμο καταβόδιο, χωρίς κανένα μπόδιο.
Δυο, δυο τα πουλάκια που πετούνε στα κλαδάκια.
Τρία, η Αγία Τριάς.
Τέσσερα, τέσσερα να σκάσει ο Πειρασμός, ή τέσσερα σταυρός η Παναγία κι ο Χριστός.
Πέντε, πέντε είναι εφέντη μου, ω Ρήγα και λεβέντη μου.
Έξι, πρίμα να ταξιδέψει για Μαρσίγια και Τεργέστη.
Εφτά είναι, φτάξαν και χιλιάξαν πλαλούτε και μας φτάξαν.
Οχτώ, οχτώ είναι μετ' αυτό εμ γιμάτου εμ κουφτό. Στο οχτώ έλεγαν έτσι, γιατί τα συνηθισμένα τουλούμια έπαιρναν 7,5 λαγήνια. Ενώ λοιπόν γέμιζαν το λαγήνι απ' το κιούπι, το έκοβαν στη μέση, γι'αυτό έλεγε ο μετρητής “εμ γιμάτου εμ κουφτό είναι το οχτώ”.
Εννιά, εννιά είναι και μη νοιάζεσαι, σαν παντρευτείς ξενοιάζεσαι.
Τάλια πρώτη.
11, 12, 13, ......19 Άρχιζαν από την αρχή: “Πρίμο καταβόδιο ......”κ.λ.π.
20 τάλια δεύτερη, 30 τάλια τρίτη κ.λ.π.
100 τάλια, γράντα
200 γράντα δεύτερη κ.λ.π.
            Τα συνοδευτικά λόγια όπως μας τα διασώζει ο Κώστας Τσέλεκας7:
Πρίμο, κατευόδιο με δίχως μπόδιο.
Δύο, δυό είναι τα μέτρα, μάστορα δίκηα μέτρα!!!!!!
Τρία, τρία είναι τα πουλάκια που πετάνε στα κλαδάκια.
Τέσσερα, σταυρός. Η Παναγιά πάγ' μπρός.
Πέντι, γειά σου αφέντη! Ρήγα μου λεβέντη.
Έξη, πρίμα να ταξιδέψει για Οντέσσα ή Τεργέστη.
Εφτά, πρίμα θα πά, μ φουσκωμένα τα πανιά.
Οκτώ, οκτώ είνι μ' αυτό. Γράψ'το γραμματικέ κι αυτό.
Εννιά, εννιά είναι κι μη νοιάζεσαι, παντρεύεσαι ξενιάζεσαι.
Τάλια πρώτη, κι άλλη κατόπι ....
          Ο Τραγέλης8 αναφέρει ότι στα συνοδευτικά λόγια έπαιρνε μέρος και ο παραγωγός. Ο μετρητής φώναζε δυνατά "ένα" κι απαντούσε ο ίδιος ο παραγωγός "ένα ειν' τ' αηδόνι πάντα του Μά (Μάη) λαλεί".
Και συνέχιζαν:
Δυο- Δυο πέρδικες γραμμένες.
Τρία-Τρία κι η Αγία Τριάδα.
Τέσσερα- Σταυρός.
Πέντε- Ρήγα μου και λεβέντη μου.
Έξη- Με διάφορο να τρέξει και με το καλό να ταξιδέψει.
Επτά- Επτά άστρα έχ' η πούλια.
Οκτώ-Εμ' γιμάτου έμ' κουφτό.
Εννιά- Εννιά 'ναι και μη νοιάζεσαι σαν παντρευτείς ξενοιάζεσαι.
Δέκα- Τάλια πρώτη.
        Ο πουλητής, επειδή ήταν συνήθως αγράμματος, σε κάθε λαγήνι έριχνε μέσα σ' ένα καλαθάκι ένα κουκί. Όσα κουκιά τόσα λαγήνια. Αυτός ο τρόπος μέτρησης χρησιμοποιούταν και στα εργοστάσια, όταν αλέθανε οι παραγωγοί και έφευγε το λάδι με τα τουλούμια στα σπίτια τους.
Από το 1959 που καταργήθηκε η οκά το λάδι μετριέται με το κιλό.
1.Οκά (τουρκ. okka). Η οκά είναι οθωμανική μονάδα μάζας. Στην Ελλάδα αντιστοιχούσε σε 1282 γραμμάρια.
2. Ο Δ.Ι. Χατζηλίας στη σελίδα 31 του βιβλίου του " Το Ελληνικό Σχολείο της Μονής Λειμώνος Λέσβου" υποστηρίζει ότι το κουμάρι αντιστοιχούσε στο 1/5 του λαγηνιού και ότι το χρησιμοποιούσαν στο μέτρημα του λαδιού πριν το 1898.
3. Η λέξη "καραπουσάς" (ο) προέρχεται από τις τουρκικές λέξεις kara (μαύρος) και posa (κατακάθι).
4. Κώστας Αναστ. Τσέλεκας, Το χωριό μου η Βρίσα Λέσβου, Αθήνα 1982, σελ. 299.
5. Δημ. Π. Παπάζογλου, Το Πλωμάρι, Έκδοση Λέσχης Πλωμαρίου “Βενιαμίν ο Λέσβιος”, Μυτιλήνη 1976, σελ. 77.
6. Γιάννης Π. Μαυραγάνης, Παλαιοχώρι Πλωμαρίου Λέσβου, Αθήνα 1993, σελ. 63.
7. Χρήστος Ι. Τραγέλλης, Περασμένα αλλά όχι ξεχασμένα. Παλιά επαγγέλματα της Καλλονής Λέσβου, 1986, σελ.208.