Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΣΑΜΑΡΙΩΝ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ


                           Καβαλάριδες άγιοι στην ξυλογλυπτική των σαμαριών της Λέσβου

               Πριν από την εμφάνιση των αγροτικών μηχανών και αυτοκινήτων η μεταφορά της γεωργικής παραγωγής και των ίδιων των ανθρώπων γινόταν αποκλειστικά και μόνο με τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια. Γι’ αυτό το σκοπό τα ζώα αυτά έπρεπε να εξοπλιστούν με την κατάλληλη ιπποσαγή που θα μοίραζε ομαλά στις πλάτες των υποζυγίων το βάρος του φορτίου. Αυτό το κάνει το σαμάρι το οποίο σχεδιάζεται και κατασκευάζεται από το σαμαρά με τέτοια συναρμολόγηση, ώστε να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις μηχανικές ιδιότητες του ξύλου και ταυτόχρονα να είναι άρτιο από λειτουργικής πλευράς. Κάθε ζώο έχει σαμάρι φτιαγμένο στα μέτρα του, για να εφαρμόζει τέλεια.


φωτ.1
Σε παλιότερα χρόνια ο σαμαράς είχε συνείδηση ότι το επάγγελμα του ήταν κοινωνική λειτουργία, καθώς εξυπηρετούσε ανάγκες της κοινωνικής ζωής. Δεν το αντιλαμβανόταν απλά και μόνο ως μέσο βιοπορισμού με το οποίο έβγαζε το ψωμί το δικό του και της οικογένειας του, γι΄ αυτό το σεβόταν και το τιμούσε. Έβαζε όλη του την αξιοσύνη, ώστε τα έργα των χεριών του να είναι στέρεα και σίγουρα αλλά και κομψά και όμορφα στολισμένα.


φωτ.2
              Τα σαμάρια οι σαμαράδες τα στολίζουν με διακοσμητικά στοιχεία τα οποία ονομάζονται “πλώμια”. Τα καλύτερα “πλώμια” τα κάνουν στο νώμο του σαμαριού, μιας και εκεί υπάρχει μεγαλύτερη ελεύθερη επιφάνεια που τους επιτρέπει να δημιουργήσουν και επειδή ο νώμος είναι το πιο εμφανές σημείο κάθε σαμαριού. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούν, για να κάνουν τα “πλώμια”, ονομάζονται “πλουμστάρια”. Τα πλώμια είναι είτε ανάγλυφα είτε εγχάρακτα. Τα ανάγλυφα τα οποία είναι και τα κύρια διακοσμητικά στοιχεία ενός σαμαριού είναι ο δικέφαλος αετός, τα “ζουμπλέλια”, ζουμπουλέλια δηλαδή, τα “κυπαρισσάκια” οι “μαργαρίτες”, τα άλογα, οι γοργόνες. Τα εγχάρακτα είναι συμπληρωματικά διακοσμητικά στοιχεία και κοσμούν όλα τα τμήματα του σαμαριού. Άλλοτε είναι απλά αυτοτελή σχήματα, όπως αστράκι, σταυρός, και άλλοτε απλές γραμμές ευθείες ή καμπύλες οι οποίες συνδυαζόμενες και επαναλαμβανόμενες σχηματίζουν διακοσμητικά σχέδια. Έτσι στη Λέσβο αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος κλάδος λαϊκής ξυλογλυπτικής που συνδέεται με τις ανάγκες της επαγγελματικής ζωής των κατοίκων του νησιού μας. Η ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΣΑΜΑΡΙΩΝ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ.
           Υπάρχουν στο νησί πέντε σαμάρια με μια τελείως ιδιαίτερη διακόσμηση. Και στα πέντε απεικονίζονται στο νώμο άγιοι της χριστιανικής θρησκείας. Άλλη μια ιδιαιτερότητα των πέντε αυτών σαμαριών είναι ότι κατασκευάστηκαν από σαμαρά αλλά ο νώμος τους σκαλίστηκε από ξυλογλύπτη. Όταν ο σαμαράς τελείωνε το νώμο του σαμαριού τον έστελναν στο ξυλογλύπτη.       
Αυτός τον σκάλιζε και τον επέστρεφε στο σαμαρά για να “σκαρώσει”, δηλαδή να συναρμολογήσει, το σαμάρι αφού εν το μεταξύ είχε ετοιμάσει και τα υπόλοιπα σαμαρόξυλα. Στα τρία από αυτά απεικονίζεται ο Άγιος Γεώργιος σαν καβαλάρης δρακοκτόνος ωτ. 1).

                                                                                       φωτ.3
 
Η δρακοκτονία συμβολίζει τη νίκη επί του κακού. Τα κατασκεύασε το 1999 ο Μιχάλης Παπαγιάννης ο οποίος είναι σαμαράς στα Πάμφιλα. Το Άγιο Γεώργιο σκάλισε ο Δημήτριος Καμαρός ο οποίος είναι ξυλογλύπτης στην Αγιάσο. Και στα τρία η απεικόνιση του αγίου είναι πανομοιότυπη. Στο τέταρτο σαμάρι το οποίο κατασκευάστηκε το 2007 απεικονίζονται δυο άγιοι,ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος καβάλα στα άλογα τους (φωτ. 2). Και αυτό το έχει κατασκευάσει ο Μιχάλης Παπαγιάννης και έχει σκαλίσει τους Αγίους ο Δημήτριος Καμαρός. Στο πέμπτο σαμάρι απεικονίζεται ο Άγιος Δημήτριος καβαλάρης (φωτ.3). Το κατασκεύασε το 2009 ο Στρατής Τσουκαλοχωρίτης, ο οποίος είναι σαμαράς στο Σκόπελο και το σκάλισε ο Ελευθέριος Αντωνάκας, ο οποίος ήταν μαραγκός στο Πλωμάρι.



Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Τα αγιασώτικα κινίσια

                                       ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΣΑΜΑΡΙΩΝ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ
 
                                                      Τα αγιασώτικα "κινίσια"
 
 
         Το κάθε σαμάρι είναι κατασκευασμένο από εννιά σαμαρόξυλα:
 α) το νώμο, που είναι το μπροστινό τμήμα του σαμαριού και αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι ξύλο
β) το πισνό, που είναι το πίσω τμήμα του σαμαριού και αποτελείται από δυο κομμάτια, τα οποία εφαρμόζουν κατάλληλα μεταξύ τους, και
 γ) τις έξι παγίδες, τρία δηλαδή οριζόντια, παράλληλα μεταξύ τους σαμαρόξυλα, στη δεξιά πλευρά του σαμαριού, και τρία όμοια με τα προηγούμενα, στην αριστερή.  
 Σε αυτά τα εννιά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε άλλα δυο, τα οποία δεν ανήκουν στα δομικά στοιχεία του σαμαριού, αλλά είναι χρήσιμα για την καλή στερέωση των φορτίων επάνω του. Ονομάζονται σκαρδελάκια. Είναι μακρόστενα με μήκος 15 εκατοστά περίπου και είναι καρφωμένα σε κατακόρυφη θέση στο πισνό.
 
     Οι σαμαράδες στολίζουν τα σαμάρια με πλώμια, διακοσμήτικά δηλαδή στοιχεία. Τα καλύτερα πλώμια τα κάνουν στο νώμο, μιας και εκεί υπάρχει μεγαλύτερη ελεύθερη επιφάνεια, που τους επιτρέπει να δημιουργήσουν και  επειδή ο νώμος είναι το πιο εμφανές σημείο κάθε σαμαριού. Ένα πολύ συνηθισμένο διακοσμητικό στοιχείο στα σαμάρια της Λέσβου είναι δυο ή τρεις αυλακιές, χαραγμένες στο μπροστινό μέρος του νώμου, παράλληλα προς το περίγραμμά του αλλά και στο πισνό και στις παγίδες. Τις αυλακιές αυτές τις χαράζουν με το κινίσ. Πρόκειται για μικρό ξύλινο εργαλείο, στο οποίο στερεώνεται με ξύλινη σφήνα ένα μεταλλικό στέλεχος (φωτ.1).


Στο άκρο του στελέχους αυτού, που προεξέχει απο το κάτω μέρος του κινισιού, υπάρχουν δυο ή τρεις ακίδες. "Τραβώντας", κατά την έκφραση των σαμαράδων, με το κινίσ σχηματίζονται δυο ή τρεις παράλληλες αυλακιές στα σαμαρόξυλα. Ανάλογα με τις ακίδες του μεταλλικού στελέχους, οι αυλακιές είναι λιγότερο ή περισσότερο φαρδιές και η μεταξύ τους απόσταση μπορεί να είναι διαφορετική. Είναι δυνατόν οι αυλακιές που δημιουργεί το κινίσ να έχουν ίδιο φάρδος ή διαφορετικό. Εμείς στα κινίσια που εντοπίσαμε έχουμε δει τις εξής περιπτώσεις: α) δυο στενές ακίδες, β) δυο φαρδύτερες, γ) μια στενή και μια λίγο φαρδύτερη, δ) μια στενή και μια χαρακτηριστικά φαρδιά, ε) τρεις ακίδες, εκ των οποίων δυο στενές στην άκρη και μια χαρακτηριστικά φαρδιά στο μέσον.
 

       Η δεξιά πλευρά του κινισιού προεξέχει από το κάτω μέρος του κατά 2-2,5 εκατοστά (φωτ.1). Η προεξοχή αυτή αποτελεί τον οδηγό του εργαλείου. Όταν χρησιμοποιεί το κινίσ ο σαμαράς, ο οδηγός εφάπτεται συνέχεια στην πλευρά του νώμου, του πισνού ή της παγίδας, που είναι κάθετη προς την επιφάνεια που χαράσσονται οι αυλακιές. Στη φωτογραφία 2 φαίνεται ο τρόπος, με τον οποίο κρατάει και χρησιμοποιεί ο σαμαράς το κινίσ.
 
 
 
      Το κινίσ δεν είναι βιομηχανοποιημένο εργαλείο Το κατασκεύαζαν στα χωριά του νησιού. Ο μαραγκός το ξύλινο τμήμα του και ο σιδεράς το σιδερένιο. Αυτή είναι η αιτία που δεν είναι τυποποιημένες οι διαστάσεις του. Αν ένας σαμαράς έχει τρία κινίσια, θα έχουν και τα τρία παραπλήσιες μεν, αλλά διαφορετικές διαστάσεις. Το κινίσ της φωτογραφίας 1 έχει μήκος 15,5 εκατοστά, ύψος 5,5 εκατοστά και πλάτος 3,5 εκατοστά. Αυτές ήταν περίπου οι διαστάσεις που έχουν όλα τα κινίσια.
 
 
 
       Όπως είναι γνωστό παλιά ο τύπος σαμαριού που κατασκευαζόταν στη Λέσβο ήταν το "αγιασώτικο" σαμάρι, το οποίο σταδιακά αντικαταστάθηκε από το "χιώτικο". Για την διακόσμηση των αγιασώτικων σαμαριών χρησιμοποιήθηκαν δυο κινίσια, τα οποία δε χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια και στα χιώτικα. Το άκρο του μεταλλικού στελέχους του ενός είχε μια στενή και μια χαρακτηριστικά φαρδιά ακίδα (φωτογραφία 3) και του άλλου μια χαρακτηριστικά φαρδιά ακίδα στο μέσον και δυο στενές πλάι της (φωτογραφία 4). Το άκρο των δυο αυτών στελεχών έχει πλάτος 0,9 εκατοστά. Ανάλογες βέβαια ήταν και οι αυλακιές που χάραζαν. Στη φωτογραφία 5 βλέπουμε τμήμα νώμου ενός αγιασώτικου σαμαριού κατασκευασμένου το 1944. Διακρίνονται οι τρεις αυλακιές. Μια χαρακτηριστικά φαρδιά στο μέσον και δυο στενές πλάι της οι οποίες έχουν "τραβηχτεί" με το αντίστοιχο κινίσ.
 
      Επειδή αυτά τα δυο κινίσια χρησιμοποιήθηκαν στα αγιασώτικα μόνο σαμάρια, τα ονόμασαν αγιασώτικα κινίσια.
        
 
 

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Τα αγιασώτικα μπόγια

                                            ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΙΚΗ  ΤΩΝ  ΣΑΜΑΡΙΩΝ  ΤΗΣ  ΛΕΣΒΟΥ

Τα «Αγιασώτικα Μπόγια»

              Δεν είναι ίσως πολύ γνωστό ότι τα σαμάρια που κατασκευάζονται τις τελευταίες δεκαετίες στη Λέσβο είναι τα λεγόμενα χιώτικα σαμάρια. Τα σαμάρια που κατασκευάζονταν παλιότερα στο νησί ήταν γνωστά σαν “αγιασώτικα σαμάρια”. Από ποια χρονολογία άρχισαν να κατασκευάζουν τα “χιώτικα” στη Λέσβο, δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο γνωστός σαμαράς της Μυτιλήνης Παυλής έφερε στο εργαστήρι του μάστορη από τη Χίο, τον οποίο πλήρωνε μια χρυσή λίρα την ημέρα, για να φτιάχνει σαμάρια, ώστε να μάθουν την τεχνική του. Από το συσχετισμό κάποιων γεγονότων, εμείς πιστεύουμε ότι αυτό έγινε γύρω στο 1915 με 1920. Είναι όμως αυτή μια δικιά μας εκτίμηση και δεν αποτελεί απόδειξη. Για κάποιες δεκαετίες κατασκευάζονταν στο νησί και οι δύο τύποι σαμαριών. Αυτό επιβεβαιώνεται από τεφτέρια σαμαράδων που διασώθηκαν και στα οποία σημείωναν τις παραγγελίες που έπαιρναν.


                                                                         έγγραφο 1

Τον κατάλογο αυτό είχε στερεώσει δίπλα στην θέση όπου εργαζόταν παλιός σαμαράς του νησιού. Επάνω έχει σημειώσει νούμερα και οδηγίες για την κατασκευή “αγιασώτικου σαμαριού”.

             Ας παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των παραγγελιών αυτών μέσα από τα τέσσερα τελευταία τεφτέρια ενός από τους σαμαράδες του νησιού:
Στο 1ο τεφτέρι οι εγγραφές αρχίζουν από το 1950 και συνεχίζονται πιθανόν και στο 1951 και 1952. Σε 17 από τις καταχωρημένες παραγγελίες υπάρχει ο χαρακτηρισμός αγιασώτικο, σε 38 χιώτικο και σε 13 δεν υπάρχει χαρακτηρισμός. Η αναλογία μεταξύ αγιασώτικων και χιώτικων είναι περίπου 1 προς 2.
Στο 2ο και στην αρχή του 3ου τεφτεριού υπάρχουν οι εγγραφές του 1953 και 1954. Εδώ έχουμε 9 αγιασώτικα,15 χιώτικα και υπάρχουν 4 εγγραφές χωρίς χαρακτηρισμό. Η αναλογία είναι πάλι περίπου 1 προς 2.
Στη συνέχεια του 3ου τεφτεριού έχουμε τις εγγραφές του 1955 και του 1957. Για το 1955 έχουμε 3 αγιασώτικα και 9 χιώτικα. Η αναλογία έγινε 1 προς 3. Στις εγγραφές του 1957 έχουμε 3 αγιασώτικα και 21 χιώτικα. Η αναλογία έγινε 1 προς 7.
Στο τέταρτο τεφτέρι υπάρχουν οι εγγραφές από το 1958 μέχρι και το1960. Για τα τρία αυτά χρόνια έχουμε 6 παραγγελίες με χαρακτηρισμό “αγιασώτικο” και 58 με χαρακτηρισμό “χιώτικο”, ενώ υπάρχουν και αρκετές χωρίς χαρακτηρισμό. Η αναλογία έγινε τώρα 1 προς 10. Είναι φανερό ότι όσο προχωρούν οι δεκαετίες εγκαταλείπεται σιγά σιγά το αγιασώτικο σαμάρι. Από τις πληροφορίες που μας δίνουν τα τεφτέρια αλλά και τις μαρτυρίες των τελευταίων σαμαράδων εμείς έχουμε σχηματίσει τη γνώμη ότι κατασκευάζονταν στη Λέσβο αγιασώτικα σαμάρια μέχρι το 1960 περίπου.

 
                                                                                     έγγραφο 2
       Δύο σελίδες από το τεφτέρι παλιού σαμαρά, όπου κρατούσε σημειώσεις για τις παραγγελίες που έπαιρνε για την κατασκευή σαμαριών. Στην αριστερή σελίδα έχει σημειώσει ότι το σαμάρι που του παρήγγειλαν έπρεπε να το κάνει       
                                                     "χιώτικο”, ενώ της δεξιάς σελίδας “αγιασώτικο”.

             Το έγγραφο 2 που παραθέτουμε είναι δυο σελίδες από το τεφτέρι ενός άλλου από τους γνωστότερους σαμαράδες του νησιού. Στην αριστερή σελίδα έχει καταγραφεί η παραγγελία για χιώτικο, ενώ στην δεξιά για αγιασώτικο σαμάρι. Και στις δυο παραγγελίες βλέπουμε τις τρεις μετρήσεις που έπαιρνε από το ζώο προκειμένου να του φτιάξει σαμάρι: όλο το μπόγι που είναι η απόσταση από το γοφό ως τον ώμο του ζώου, φάρδος που είναι το φάρδος του ζώου στην περιοχή της κοιλιάς του και νώμου (εννοεί φάρδος του νώμου), που είναι το φάρδος του ζώου στην περιοχή του ώμου του. Δεν θα περιγράψουμε εδώ τον τρόπο που έπαιρναν αυτές τις μετρήσεις και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν, για να μην δώσουμε μεγάλη έκταση σ' αυτό το σημείωμα.
Η τιμή του σαμαριού της αριστερής σελίδας συμφωνήθηκε ( αυτό σημαίνει η σύντμηση συμ.) να είναι 330 δραχμές. Μέσα στη συμφωνία ήταν να κρατήσει ο σαμαράς το παλιό σαμάρι αυτού που του έδωσε την παραγγελία. Τα παλιά αυτά σαμάρια οι σαμαράδες τα επισκεύαζαν και τα πουλούσαν σε κάποιους που δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν καινούργιο. Ας αναφέρουμε σ' αυτό το σημείο ότι η τιμή του σαμαριού εξαρτιόταν από το μέγεθος του και τα υλικά από τα οποία ήταν κατασκευασμένο και όχι από το αν ήταν χιώτικο ή αγιασώτικο. Δηλαδή ένα σαμάρι είχε την ίδια τιμή, είτε ήταν xιώτικο είτε ήταν αγιασώτικο, αν ήταν και στις δυο περιπτώσεις κατασκευασμένο από τα ίδια υλικά και είχε το ίδιο μέγεθος.



 
                                                                                            Φωτ. 1
                                                                                “αγιασώτικο σαμάρι”
                              Ο τύπος αυτός σαμαριού κατασκευαζόταν στη Λέσβο πριν αρχίσει να αντικαθίσταται
                                                σταδιακά από το λεγόμενο “χιώτικο σαμάρι”.

           Το κάθε σαμάρι αποτελείται από 9 σαμαρόξυλα. Ας παρακολουθήσουμε ποια είναι αυτά βοηθούμενοι από τις φωτογραφίες 1 και 2 που παραθέτουμε.:

α) το “νώμο” που είναι το μπροστινό του τμήμα

β) το “πισνό” που είναι το πίσω τμήμα του και είναι κατασκευασμένο από δυο κομμάτια

γ) τις εξ “παγίδες”, τρεις στην κάθε πλευρά του. Η κάτω παγίδα ονομάζεται “γιντέκ”, η μεσαία “ίσια παγίδα” και η επάνω “σκαρδέλ”. Το εσωτερικό μήκος του γιντεκιού, δηλαδή το μήκος του από την εσωτερική πλευρά του νόμου μέχρι την εσωτερική πλευρά του πισνού είναι το “μπόγι” του σαμαριού (φωτ. 2). Θα χρειαστούμε τη λέξη μπόγι και πιο κάτω γι’ αυτό ας την κρατήσουμε στο μυαλό μας.


                                                                                          φωτ. 2
                                                                                “χιώτικο σαμάρι”

                            Ο τύπος αυτός σαμαριού άρχισε να αντικαθιστά σταδιακά, από το 1920 περίπου

                                                                            το “αγιασώτικο σαμάρι”.
 
           Τις τελευταίες δεκαετίες η μονάδα που χρησιμοποιούν οι σαμαράδες στη δουλειά τους είναι το εκατοστό. Παλιότερα όμως κάποιοι χρησιμοποιούσαν τις ίντσες. Σαμαράς από το Μανταμάδο μετρούσε με το ψαθόχορτο, έναν τελείως εμπειρικό δικό του τρόπο που θα μου επιτρέψετε και πάλι να μην περιγράψω εδώ. Τα νούμερα που αναγράφονται στο έγγραφο 1 είναι σε “παρμάκια”. Το παρμάκι είναι Οθωμανική μονάδα μέτρησης και αντιστοιχεί σε 3,2 εκ.
        Στο έγγραφο 1 έχουμε το πίσω μέρος του σκληρού εξώφυλλου από τα γνωστά εκείνα τεφτέρια όπου γράφαμε τα βερεσέδια, όταν ψωνίζαμε από το μπακάλικο. Ήταν στερεωμένο δίπλα στον πάγκο γνωστού σαμαρά του νησιού. Τα νούμερα στην αριστερή στήλη των δυο σελίδων αντιστοιχούν σε “όλο το μπόγι” του ζώου του οποίου θα έφτιαχναν σαμάρι. Στην αριστερή σελίδα τα νούμερα αυτά ξεκινάνε από το 21,5 και ελαττώνονται κατά μια μονάδα έως το 13,5. Στην δεξιά σελίδα ξεκινάνε από το 21 και ελαττώνονται έως το 13. Δεν υπάρχουν νούμερα μεγαλύτερα του 21,5 και μικρότερα του 13 γιατί δεν υπάρχει ζώο που να έχει όλο το μπόγι μεγαλύτερο από 21,5 παρμάκια ή μικρότερο από 13 παρμάκια. Στη δεξιά στήλη κάθε σελίδας τα νούμερα είναι κατά 3,5 παρμάκια μικρότερα από τα αντίστοιχα της αριστερής στήλης και αντιστοιχούν στο μπόγι του σμαριού. Αν λοιπόν ο σαμαράς μετρούσε ένα ζώο και έβρισκε ότι όλο το μπόγι του ήταν 21,5 παρμάκια, τότε έπρεπε να κατασκευάσει το μπόγι του σαμαριού 18 παρμάκια.
   Το σαμάρι της φωτογραφίας 1 είναι αγιασώτικο, ενώ της φωτογραφίας 2 χιώτικο. Ας παρατηρήσουμε, όσο είναι αυτό δυνατόν από τις φωτογραφίες, τέσσερις διαφορές των δυο αυτών τύπων σαμαριού:

α) Στο πισνό του χιώτικου είναι στερεωμένα δυο κατακόρυφα κομμάτια ξύλου, τα οποία έχουν μήκος 15 περίπου εκατοστά και το κάθε ένα έχει στην εσωτερική πλευρά του ημικυκλική τομή. Ονομάζονται “σκαρδελάκια”. Παρατηρούμε ότι το αγιασώτικο σαμάρι δεν έχει σκαρδελάκια.

β) Στο αγιασώτικο το πίσω μέρος του σκαρδελιού ( του επάνω πλαϊνού ξύλου) μπαίνει σε τρύπα του πισνού. Στο χιώτικο το πίσω μέρος του σκαρδελιού καρφώνεται εξωτερικά στο κάτω μέρος του καμπύλου τμήματος του πισνού.

γ) Στο αγιασώτικο το επάνω κυρτό τμήμα του νώμου είναι καμπυλωμένο τόσο προς την εσωτερική του πλευρά, προς την πλευρά δηλαδή του αναβάτη, όσο και προς την εξωτερική πλευρά. Στο Χιώτικο είναι καμπυλωμένο μόνο προς την εσωτερική πλευρά. Στη φωτογραφία 2 φαίνεται ότι ο νώμος είναι καμπυλωμένος μόνο προς την εσωτερική πλευρά.

δ)Το βάθος του νώμου είναι μεγαλύτερο στο χιώτικο σαμάρι κατά 1,6 εκατοστά.

Είναι φανερό ότι οι διαφορές μεταξύ των δυο τύπων σαμαριού είναι μικρές. Δεν είναι καν εμφανείς, αν εξαιρέσουμε τα σκαρδελάκια, σε όσους δεν έχουν ασχοληθεί συστηματικά με τα σαμάρια. Εύλογα λοιπόν γεννιέται το ερώτημα ποιος ήταν ο λόγος να κατασκευάζουν στη Λέσβο το χιώτικο, το οποίο τελικά επεκράτησε. Ο σαμαράς Μιχάλης Λαδιέλλης υποστήριζε ότι οι δυο τρύπες που πρέπει να ανοιχτούν στο πισνό του αγιασώτικου, για να μπει το πίσω μέρος των σκαρδελιών, “το αδυνατίζουν” σε αυτά τα σημεία με αποτέλεσμα να σπάει ευκολότερα. Ο Θωμάς Τσολάκης, ο τελευταίος σαμαράς της Χίου, υποστηρίζει ότι επειδή τα σκαρδέλια μπαίνουν σε τρύπες του πισνού, είναι δυσκολότερο να αντικατασταθούν αν τυχόν σπάσουν. Και για τις δυο αυτές απόψεις υπάρχουν αντιρρήσεις από κάποιους άλλους. Πάντως οι περισσότερες γνώμες τείνουν να συγκλίνουν στην άποψη ότι το χιώτικο είναι λίγο πιο όμορφο στην εμφάνιση του και ότι αυτή ήταν η αιτία που προτιμήθηκε.





Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013



Μυλόπετρες τραπέτου στην Ικαρία

Παλιότερα η εξαγωγή του λαδιού από τον καρπό της ελιάς γινόταν σε τρία διαφορετικά στάδια. Στο πρώτο στάδιο οι ελιές συνθλίβονταν και αλέθονταν, ώστε να γίνουν πολτός. Στο δεύτερο στάδιο ο πολτός συμπιεζόταν με διαφόρων τύπων πιεστήρια για την εξαγωγή του χυμού. Στο τρίτο στάδιο διαχωριζόταν το λάδι από τους άλλους χυμούς, τα στερεά κατάλοιπα της σάρκας του καρπού και από το νερό που χρησιμοποιούσαν κατά τη συμπίεση.
Φαίνεται ότι η πιο παλιά μέθοδος ήταν να τοποθετούνται οι ελιές σε λίθινες λεκάνες και να συνθλίβονται με τη βοήθεια ενός μεγάλου κοπάνου. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Ησιόδου οι ελιές συνθλίβονταν μέσα σε ξύλινο γουδί με ξύλινο γουδοχέρι. Μια άλλη τεχνική ήταν να τις πατούν με γυμνά πόδια ή φορώντας ξύλινα τσόκαρα, τα οποία ονόμαζαν κρούπεζες1. Μια άλλη απλή μέθοδος σύνθλιψης στην αρχαιότητα ήταν να απλώνουν τον καρπό επάνω σε μια επίπεδη λίθινη επιφάνεια και κατόπιν να κυλούν επάνω του μια μεγάλη κυλινδρική πέτρα2.Τέτοιες πρωτόγονες μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν στη Β. Αφρική (Αλγερία, Τυνησία), στην Κύπρο3 και σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Στην Ελλάδα μάλιστα σε περιοχές με μικρή ελαιοπαραγωγή τέτοια πρωτόγονα λιοτρίβια εγκαταλείφθηκαν οριστικά στις αρχές του 20ου αιώνα. Σταθμό στη κατεργασία της ελιάς αποτέλεσε η χρησιμοποίηση κυκλικών λεκανών μέσα στις οποίες περιστρέφονταν μυλόπετρες. Η εξέλιξη αυτή έδωσε τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η δύναμη των ζώων στη πολτοποίηση του καρπού της ελιάς. Λεπτομερή περιγραφή των ελαιομύλων αυτών έχουμε από Λατίνους συγγραφείς, κυρίως από τους Κάτωνα και Κολουμέλλα. Και οι δύο αναφέρουν κυρίως δύο τύπους. Το τραπέτο και τον mola olearia.

Το τραπέτο (φωτ.1)4 αποτελείται από μια κυκλική λεκάνη με κοίλα τα εσωτερικά της τοιχώματα. Η εξωτερική διάμετρος των λεκανών αυτών στο επάνω μέρος τους είναι περίπου 140 εκ. Στο κέντρο τους υπάρχει κυλινδρική στήλη. Στο εσωτερικό τους περιστρέφονταν δυο μυλόπετρες φακοειδούς σχήματος, η επίπεδη επιφάνεια των οποίων ήταν στραμμένη προς την κυλινδρική στήλη, ενώ η κυρτή προς τα τοιχώματα της λεκάνης.

Το τραπέτο θεωρείται ότι ανακαλύφθηκε από τον Αρισταίο, τον Αθηναίο5. Το όνομά του προέρχεται από την λέξη τρέπω ή τραπέω που σημαίνει «γυρίζω». Στον ελλαδικό χώρο αυθεντικά τραπέτα έχουν βρεθεί στη ρωμαϊκή αγορά των Αθηνών. Μυλόπετρες επίσης, χρονολογούμενες από το πρώτο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα , βρέθηκαν στην Όλυνθο της Μακεδονίας6. Από την περιοχή των Βρασνών του νομού Θεσσαλονίκης έρχεται μια από τις αρχαιότερες ίσως μαρτυρίες εφαρμογής αυτής της μεθόδου παραγωγής λαδιού. Το ελαιοτριβείο των Βρασνών λειτούργησε τον 3ο π.Χ. αιώνα και ίσως και στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα7. Στη Λέσβο έχουν εντοπιστεί 29 λεκάνες και18 μυλόπετρες από τραπέτα διασκορπισμένες σε διάφορα μέρη του νησιού8. Στη Χίο αναφέρονται μυλόπετρες τραπέτων χρονολογούμενες από τον 5ο και τις αρχές του 4ου π.Χ αιώνα9. Φαίνεται πως στη Λέσβο τα τραπέτα χρησιμοποιήθηκαν μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους.10 Μέχρι την ίδια χρονική περίοδο τοποθετείται η χρησιμοποίησή τους και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας11. Είναι λογικό να υποθέσουμε πως το ίδιο ισχύει και για τη Χίο και την Ικαρία.

Στην Ικαρία έχουν εντοπιστεί δυο μυλόπετρες τραπέτων. Η μία βρίσκεται στην περιοχή του χωριού Προεσπέρα (φωτ.2). Την θέση της μας υπέδειξε ο Χρήστος Μαλαχίας. Είναι λαξευμένη σε κοκκινωπό ηφαιστειογενές πέτρωμα. Η διάμετρος της είναι 72 εκ., το μεγαλύτερο πάχος της είναι 25 εκ. Η τρύπα στο κέντρο της είναι διαμπερής και έχει διαστάσεις 15,5X16,5 εκ.. Η άλλη βρίσκεται στην αρχαιολογική συλλογή του Κάμπου. Η διάμετρος της είναι 62 εκ. και το μέγιστο πάχος της 18,5 εκ. Σ'αυτή τη μυλόπετρα η τρύπα στο κέντρο της είναι στρογγυλή με διάμετρο 14 εκ. Προφανώς υπάρχουν και άλλες και οι οποίες πρέπει να εντοπισθούν, φωτογραφηθούν και καταγραφούν.

Έχουμε ενδείξεις ότι υπάρχουν στο νησί και λεκάνες τραπέτων. Οι οποίες επίσης πρέπει να καταγραφούν. Παραθέτουμε τη φωτογραφία μιας τέτοιας λεκάνης από τη Χίο12 ώστε αν δει κάποιος παρόμοια στη Ικαρία να μπορέσει να την αναγνωρίσει (φωτ. 3). Πιθανών σε κάποια λεκάνη που θα συναντήσουμε να μην υπάρχει η κυλινδρική στήλη στο κέντρο της. Σε πολλές από αυτές, όταν τα τραπέτα εγκαταλείφθηκαν η κυλινδρική στήλη τους έχει βραχυνθεί πολύ ή και εξαλειφθεί τελείως ώστε να χρησιμοποιηθούν οι λεκάνες για κάποια άλλη χρήση.

Αν κάποιος γνωρίζει τη θέση μυλόπετρας η λεκάνης τραπέτου ή αν τειχών συναντήσει κάποια στο μέλλον θα μας βοηθούσε αν έστελνε φωτογραφίες της και μας ενημέρωνε για τη θέση που βρίσκεται στη διεύθυνση alekos.kiourellis@gmail.com

Το κείμενο αυτό θα αναρτηθεί στο ιστολόγιο: kiourellis.blogspot.gr

1 Σαρακωμένος Σ. Διομήδης , Η Ελληνική ελαία, τόμος δεύτερος, Αθήνα 1930, σελ. 70.

2 Forbes R H.- Foxhall L., The queen of all trees, 1978,σελ. 39.

3 S. Hadjisavvas, Olive Oil Processing in Cyprus from the Bronze Age to the Byzantine Period, Nicocia 1992, σελ.7.

4Βρίσκεται στο μουσείο λαδιού στην πόλη La Muela της Ισπανίας.

5 Plinious, Naturalis Historiae, English translation by H. Rachman, 1949-1963.

6 S. Hadjisavvas, σελ.10.

7 Π. Αδάμ-Βελένη –Μαγκαφά Μ., Αρχαίο ελαιοτριβείο στα Βρασνά νομού Θεσσαλονίκης, Ελιά και Λάδι, Δ' τριήμερο εργασίας, Καλαμάτα 7-9 Μαΐου 1993, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σελ. 97.

8 Αλέξανδρος Κιουρέλλης, Η τεχνολογία παραγωγής ελαιολάδου στη Λέσβο κατά την αρχαιότητα., Μυτιλήνη 2005, σελ. 39.

9 S. Hadjisavvas, σελ.10.

10 Αλέξανδρος Κιουρέλλης-Στρατής Κιουρέλλης, Οι ελαιόμυλοι στη Λέσβο, Μυτιλήνη 2008, σελ. 18.

11 Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Η ιστορία της γέρικης ελιάς και οι περιπέτειες του λαδιού, σελ. 30 και 31., Δέσποινα Χατζή-Βαλιάνου, Ελαιοκαλλιέργεια και ελαιοπαραγωγή στην Κρήτη κατά την Μινωική και έως την πρωτοβυζαντινή εποχή, Ελαιοσοδεία-μελέτες για τον πολιτισμό της ελιάς, Δημοσιεύματα του κέντρου ερεύνης της Ελληνικής λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 2004, σελ. 93.

12Αλέξανδρος Κιουρέλλης, Τα λουτρουβειά της Χίου, Μυτιλήνη 2012, σελ. 21.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

"Πλώμια" σε "νώμους" σαμαριών της Λέσβου.

                                              ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΙΚΗ  ΤΩΝ  ΣΑΜΑΡΙΩΝ  ΤΗΣ  ΛΕΣΒΟΥ

"Πλώμια” σε “νώμους” σαμαριών της Λέσβου.

         Πριν από την εμφάνιση των αγροτικών μηχανών και αυτοκινήτων οι μεταφορές της γεωργικής παραγωγής και των ίδιων των ανθρώπων γίνονταν αποκλειστικά και μόνο με τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια. Για αυτό το σκοπό τα ζώα αυτά έπρεπε να εξοπλιστούν με την κατάλληλη ιπποσαγή που θα μοίραζε και θα μετέφερε ομαλά στις πλάτες των υποζυγίων το βάρος του φορτίου. Αυτό το κάνει το σαμάρι το οποίο σχεδιάστηκε και κατασκευάζεται από το σαμαρά με τέτοια συναρμολόγηση, ώστε πρώτον να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις μηχανικές ιδιότητες του ξύλου και δεύτερον να είναι άρτιο από λειτουργικής πλευράς. Κάθε ζώο έχει σαμάρι φτιαγμένο στα μέτρα του, για να εφαρμόζει τέλεια.
         Σε παλιότερα χρόνια ο σαμαράς είχε συνείδηση ότι το επάγγελμα του ήταν οργανική κοινωνική λειτουργία, καθώς έβγαινε από τις ανάγκες της κοινωνικής ζωής. Δεν το αντιλαμβανόταν απλά και μόνο ως μέσο βιοπορισμού με το οποίο έβγαζε το ψωμί το δικό του και της οικογένειας του, γι΄ αυτό το σεβόταν και το τιμούσε. Έβαζε όλη του την αξιοσύνη, ώστε τα έργα των χεριών του να είναι στέρεα και σίγουρα αλλά και κομψά και όμορφα στολισμένα.

Το κάθε σαμάρι είναι κατασκευασμένο από εννιά σαμαρόξυλα:

α) το “νώμο” που είναι το μπροστινό τμήμα του σαμαριού και αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι ξύλο

β) το “πισνό” που είναι το πίσω τμήμα του σαμαριού και αποτελείται από δύο κομμάτια τα οποία εφαρμόζουν κατάλληλα μεταξύ τους

γ) και τέλος τις έξι “παγίδες”: τρία οριζόντια, παράλληλα μεταξύ τους σαμαρόξυλα στη δεξιά πλευρά του σαμαριού και τρία όμοια με τα προηγούμενα στην αριστερή.

Σε αυτά τα εννιά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε άλλα δύο τα οποία δεν ανήκουν στα δομικά στοιχεία του σαμαριού αλλά είναι χρήσιμα για την καλή στερέωση των φορτίων επάνω του. Ονομάζονται “σκαρδελάκια”, είναι μακρόστενα με μήκος 15 εκ. περίπου και είναι καρφωμένα σε κατακόρυφη θέση στο πισινό.


                                                                            φωτ. 1
Τα σαμάρια οι σαμαράδες τα στολίζουν με “πλώμια”, διακοσμητικά δηλαδή στοιχεία. Τα καλύτερα “πλώμια” τα κάνουν στο νώμο του σαμαριού μιας και εκεί υπάρχει μεγαλύτερη ελεύθερη επιφάνεια που τους επιτρέπει να δημιουργήσουν και επίσης επειδή ο νώμος είναι το πιο εμφανές σημείο κάθε σαμαριού. Εμείς δεν θα αναφερθούμε γενικά στα “πλώμια” που συναντάμε στα σαμάρια της Λέσβου καθώς ο χώρος που διαθέτουμε είναι εξαιρετικά περιορισμένος για ένα τέτοιο εγχείρημα. Θα παρουσιάσουμε τα “πλώμια” που υπάρχουν σε δύο νώμους σαμαριών που κατασκεύασε ένας από τους καλύτερους σαμαράδες του νησιού, ο Μιχάλης Καρβούνης. Ο Καρβούνης γεννήθηκε στα Πάμφιλα το 1894 όπου και πέθανε το 1964.

Στο επάνω μέρος του νώμου της φωτογραφίας 1 υπάρχουν δυο αυλακιές παράλληλες προς το περίγραμμά του. Η μια είναι λίγο φαρδύτερη από την άλλη. Οι αυλακιές αυτές είναι ένα πολύ συνηθισμένο διακοσμητικό στοιχείο στα σαμάρια της Λέσβου. Τις κάνουν, τις “τραβάνε” κατά την έκφραση των σαμαράδων, με ένα εργαλείο που ονομάζεται “κινίσ”. Με διαφορετικά κινίσια ο σαμαράς μπορεί να κάνει δύο στενές αυλακιές, δυο φαρδύτερες, μια χαρακτηριστικά φαρδιά και μια στενή ή ακόμα και τρεις αυλακιές. Μια χαρακτηριστικά φαρδιά αυλακιά στο μέσον και δυο στενές από τη μια και από την άλλη πλευρά της.


                                                                                 φωτ. 2
              Κάποιοι σαμαράδες σκαλίζουν στα σαμάρια που κατασκευάζουν το όνομα τους. Η θέση του ονόματος του σαμαρά είναι πάντα στο επάνω μέρος του νώμου, όπως βλέπουμε στην φωτ. 1 να έχει γράψει ο Καρβούνης το δικό του. Στην ίδια θέση βάζουν κάποιοι άλλοι τα αρχικά του ονόματος τους, αν δεν το γράφουν ολόκληρο. Συνήθως στα σαμάρια υπάρχουν και τα αρχικά του ιδιοκτήτη τους. Το όνομα του ιδιοκτήτη δεν το βάζουν ποτέ ολόκληρο. Μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, αν το ζητήσει ο ίδιος και είναι βέβαια διατεθειμένος να πληρώσει παραπάνω χρήματα καθώς στην περίπτωση αυτή απαιτείται περισσότερη δουλειά από το σαμαρά. Στη φωτογραφία 1 βλέπουμε τα αρχικά του ιδιοκτήτη στο κάτω μέρος του νώμου. Τα έχει λαξεύσει εκεί ο Καρβούνης, γιατί τα “πλώμια” που έκανε αφήνουν κενό χώρο στο μέσον του νώμου. Στον ίδιο κενό χώρο έγραψε το όνομα του χωριού του και την ημερομηνία κατά την οποία κατασκεύασε αυτό το σαμάρι. Αν το σχέδιο που κατασκεύαζε καταλάμβανε το κέντρο του νώμου (φωτ. 2) άλλαζε και η θέση των άλλων στοιχείων του. Στην περίπτωση αυτή έβαζε το ένα αρχικό του ονόματος του ιδιοκτήτη στην αριστερή και το άλλο στη δεξιά πλευρά αυτού του σχεδίου. Στο νώμο της φωτ. 2 έχει τοποθετήσει και το όνομα του χωριού στην αριστερή πλευρά του σχεδίου ενώ την ημερομηνία κατασκευής στη δεξιά.
Στο νώμο της φωτογραφίας 1 διακρίνουμε επίσης δυο “ζουμπλέλια”, ζουμπουλέλια δηλαδή, δυο “κυπαρισσάκια” και δυο “μαργαρίτες” συμμετρικά τοποθετημένα στην αριστερή και τη δεξιά πλευρά του. Τα “πλώμια” αυτά επικρατούσαν τα σαμάρια του Καρβούνη τη δεκαετία του 1930.
                                                                             φωτ.3  
   Πιο σπάνια σκάλιζε τη δεκαετία αυτή και το δικέφαλο αετό. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν ο δικέφαλος αετός θα επικρατήσει στα σαμάρια του (φωτ.2). Τα πρότυπα για τα σχέδια του τα έβρισκε σε εφημερίδες , περιοδικά και βιβλία (φωτ.3).Τα αντέγραφε με καρμπόν σε χαρτόνι και στη συνέχεια έκοβε το χαρτόνι ακολουθώντας το περίγραμμα που σχηματιζόταν επάνω σε αυτό. Έτσι έφτιαχνε αντίγραφα από χαρτόνι των σχεδίων που χρησιμοποιούσε (φωτ.4,5,6).


  

               



 

 




 
 
       φωτ.4                                                                                                                                              φωτ.5
 
                                                                                              φωτ.6                
 
 
                                                                      
  Όταν ήθελε να σκαλίσει κάποιο σχέδιο έπαιρνε το αντίστοιχο αντίγραφο και έκανε με μολύβι το περίγραμμα του επάνω στο νώμο. Για να προβάλλουν τα σχέδια ανάγλυφα πρέπει η επιφάνεια του ξύλου που υπάρχει ανάμεσα τους να υποχωρήσει κατά δύο ή τρία χιλιοστά. Αυτό το πετύχαινε αφαιρώντας ξύλο από τις επιφάνειες αυτές με ειδικά αιχμηρά εργαλεία που λέγονται σμίλες. Μετά την αφαίρεση του ξύλου για να ομαλοποιηθεί αυτή η επιφάνεια και να γίνει ομοιόμορφη σε όλα της τα σημεία την κτυπούσε με κάποια άλλα εργαλεία: απλά εργαλεία τα οποία κατασκεύαζαν οι σιδεράδες του χωριού. Ένα μακρόστενο σιδερένιο στέλεχος 10 με 15 εκατοστά μήκος το κάθε ένα στο κάτω άκρο του οποίου έχουν δημιουργήσει με τη λίμα πυραμιδοειδείς ακίδες (φωτ.7).
                                                                                                  φωτ. 7
 
            Η επιφάνεια αυτή με τις ακίδες σε άλλα εργαλεία είναι κυκλική και σε άλλα έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου. Σε κάποια έχει διάμετρο μισό εκατοστό ενώ σε κάποια άλλα δύο-τρία χιλιοστά. Ανάλογα βέβαια είναι το σχήμα και η διάμετρος του στελέχους. Ο κάθε σαμαράς έχει μια ποικιλία από το εργαλείο αυτό. Όταν οι επιφάνειες ανάμεσα στα σχέδια του νώμου είναι στενές, είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει εργαλείο μικρής διαμέτρου ενώ αν είναι φαρδύτερες είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει εργαλείο μεγαλύτερης. Αν το σχέδιο έχει ευθείες γραμμές, πρέπει η επιφάνεια με τις ακίδες να έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου ενώ αν έχει καμπύλες γραμμές να είναι κυκλική. Ο σαμαράς τοποθετεί στην επιφάνεια του νώμου την άκρη του εργαλείου που έχει τις ακίδες και κτυπά με το σφυρί την άλλη άκρη του. Αυτό το επαναλαμβάνει ώσπου να καλύψει λίγο-λίγο όλη την επιφάνεια μεταξύ των σχεδίων.
 
Με τις σμίλες σκάλιζε ο Καρβούνης και το εσωτερικό κάποιων σχεδίων. Όμορφα τέτοια δείγματα αποτελούν τα “ζουμπλέλια” και τα “κυπαρισσάκια” του νώμου της φωτογραφίας 1. Υπάρχουν όμως “πλώμια” τα οποία είναι απλώς χαραγμένα. Φαίνονται στη φωτογραφία 1 στην περιφέρεια του νώμου και στο εσωτερικό των κυπαρισσιών και στην φωτογραφία 2 στο σώμα και στις φτερούγες του αετού χαραγμένες μικρές καμπύλες γραμμές οι οποίες επαναλαμβανόμενες δημιουργούν κάποια διακοσμητικά. Όλα μαζί τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι σαμαράδες για να κάνουν τα “πλώμια” ονομάζονται “πλουμστάρια”.

Μέρος της διακόσμησης του σαμαριού είναι και οι “καμπαράδες”, τα καρφιά με το μεγάλο καμπυλωτό “κεφάλι” που διακρίνουμε στους δυο νώμους. Στη φωτογραφία 2 στον καμπαρά ανάμεσα στα δυο κεφάλια του αετού καθώς και σε εκείνον ανάμεσα στο αριστερό κεφάλι και την αριστερή φτερούγα διακρίνουμε στρογγυλά κομμάτια δέρμα. “Πιτσέλια στρουντζλά για τσ’ καμπαράδις" τα αποκαλεί ο Αριστείδης Κανάρης σαμαράς από τη Στύψη. Μέρος της διακόσμησης και αυτά. Σίγουρα υπήρχαν και σε άλλους καμπαράδες του ίδιου νώμου. Πιθανόν σε όλους. Με τον καιρό όμως φθάρθηκαν και εξαφανίστηκαν.

Τελειώνοντας το μικρό τούτο σημείωμα αναφέρουμε ότι δεν είναι ο ιδιοκτήτης του σαμαριού αυτός που επιλέγει τα “πλώμια”, που θα έχει το σαμάρι, το οποίο παραγγέλνει αλλά ο σαμαράς. Αναμενόμενο, αφού έχουμε ήδη εξηγήσει ότι οι σαμαράδες έχουν εκ των προτέρων έτοιμα σε χαρτόνι τα σχέδια που κατασκευάζουν. Ο κάθε σαμαράς κάνει για μεγάλες περιόδους ή και σε όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού του βίου τα ίδια “πλώμια”.
 
                                                                                                                                  
 




                                                                                                                                            Α. ΚΙΟΥΡΕΛΛΗΣ

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013


ΤΟ ΛΟΥΤΡΟΥΒΕΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΤΡΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΒΑΣΗ – ο αμουργολόγος



1
Ο αμουργολόγος
Την εποχή που λειτουργούσαν τα λουτρουβειά για να παραχθεί το λάδι ακολουθούνταν τρία στάδια κατεργασίας της ελιάς. Στο πρώτο στάδιο ο καρπός αλέθονταν και μετατρεπόταν σε ελαιοπολτό. Στο δεύτερο στάδιο ο ελαιοπολτός συμπιεζόταν με το στυράκι. Στο τρίτο στάδιο γινόταν ο διαχωρισμός του λαδιού από τους άλλους φυτικούς χυμούς που περιέχει ο καρπός καθώς και από το νερό που χρησιμοποιούμε κατά την συμπίεση των αλεσμένων ελιών.
Ας παρακολουθήσουμε χωρίς πολλές λεπτομέρειες τη διαδικασία του διαχωρισμού. Από το στυράκι το λάδι, οι άλλοι φυτικοί χυμοί και το νερό χύνονταν στο γουρνί. Στη φωτ. 1 βλέπουμε το γουρνί του λουτρουβειού της εκκλησίας της Αγίας Ματρώνας. Το συγκεκριμένο γουρνί έχει δυο κυλινδρικούς χώρους οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με αυλακιά που υπάρχει στο επάνω μέρος του μεταξύ του χωρίσματος. Στον ένα χώρο χύνονται το λάδι, οι φυτικοί χυμοί και το νερό. Το λάδι σαν ελαφρύτερο που είναι επιπλέει. Όταν φτάσει στην αυλακιά ρέει στον διπλανό κυλινδρικό χώρο. Έτσι έχουμε ένα πρώτο διαχωρισμό του λαδιού από τα υπόλοιπα υγρά που ονομάζονται αμούργες. Οι αμούργες περιέχουν ακόμα μια μικρή ποσότητα λαδιού.
Ένας δεύτερος διαχωρισμός γίνεται στον αμουργολόγο. Ο αμουργολόγος του λουτρουβειού της εκκλησίας της Αγίας Ματρώνας είναι μια πήλινη στάμνα με μια τρύπα κοντά στην βάση της (φωτ. 2). Την τρύπα αυτή έφραζαν με ένα κυλινδρικό ξύλο στο οποίο είχαν τυλίξει ένα κομμάτι πανί. ¨Έριχναν τις αμούργες στον αμουργολόγο και τις άφηναν εκεί για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα ώστε να επιπλεύσει το λάδι που περιείχαν. Τότε άνοιγαν την τρύπα από όπου στην αρχή έτρεχε αμούργη. Εδώ ήθελε μεγάλη προσοχή ώστε μόλις εμφανιστεί λάδι στην τρύπα να την κλείσουν. Το ξαμούργισμα ήταν δουλειά του παραγωγού και το λάδι που συγκεντρωνόταν με αυτό τον τρόπο ήταν δικό του.
Κάτω από τον αμουργολόγο βρισκόταν το βαρέλι μέσα στο οποίο χυνόταν η αμούργη. Στο λουτρουβειό της εκκλησίας της Αγίας Ματρώνας το βαρέλι ήταν πήλινο. Σε κατοπινά χρόνια τα βαρέλια ήταν ξύλινα και αργότερα σιδερένια. Χαμηλά κοντά στον πυθμένα του βαρελιού υπήρχε τρύπα όπως και στον αμουργολόγο, που έκλεινε με τον ίδιο τρόπο. Τις αμούργες που συγκεντρώνονταν στο βαρέλι τις άφηναν εκεί όλο το βράδυ ώστε να επιπλεύσει και η ελάχιστη ποσότητα λαδιού που περιείχαν ακόμα. Στη συνέχεια απομάκρυναν την αμούργη. Το λάδι που συγκεντρωνόταν στο βαρέλι άνηκε στο λουτρουβειάρη.
 
2

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟΥΒΕΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΤΡΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΒΑΣΗ – ΤΟ ΒΙΝΤΣΙ


ΤΟ ΛΟΥΤΡΟΥΒΕΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΤΡΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΒΑΣΗ – ΤΟ ΒΙΝΤΣΙ



φωτ.2

φωτ.1
Στο προηγούμενο σημείωμα μας αναφέραμε ότι τις ελιές τις τοποθετούσαν σε «πανιά» τα οποία στη συνέχεια στοίβαζαν στο «ταψί» του στυρακιού (ελαιοπιεστηρίου). Με τη βοήθεια ενός δοκαριού, που είχε μήκος 2 έως 2.5 μέτρα, την μανέλα, συμπιέζονταν τα πανιά για να βγει το λάδι. Σε τούτο το σημείωμα μας θα αναφερθούμε στο βίντσι.
Αρχικά έσπρωχναν τη μανέλα, πάντα προς τη φορά των δεικτών του ρολογιού δυο-τρείς εργάτες. Όταν δεν μπορούσαν να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση μόνο με τη δική τους δύναμη χρησιμοποιούσαν το βίντσι. Στη φωτογραφία 1 βλέπουμε το βίντσι του λουτρουβειού της εκκλησίας της Αγίας Ματρώνας. Διακρίνονται οι δυο λαβές με τις οποίες περιέστρεφαν το τύμπανο του βιντσιού καθώς και το τύμπανο επάνω στο οποίο τυλιγόταν το ένα άκρο αλυσίδας. Το άλλο άκρο της αλυσίδας αυτής ήταν στερεωμένο στην άκρη της μανέλας (φωτ.2). Όταν δυο εργάτες περιέστρεφαν τις λαβές περιστρεφόταν το τύμπανο, η αλυσίδα τυλιγόταν επάνω του με αποτέλεσμα να έλκετε η μανέλα και να περιστρέφετε κατά την φορά των δεικτών του ρολογιού. Όλη αυτή η διαδικασία είχε σαν αποτέλεσμα να ασκείται μεγάλη πίεση στα πανιά με τον ελαιοπολτό.

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟΥΒΕΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΤΡΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΒΑΣΗ ΧΙΟΥ – το στυράκι


ΤΟ ΛΟΥΤΡΟΥΒΕΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΤΡΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΒΑΣΗ ΧΙΟΥ – το στυράκι



Λεπτομέρεια από το στυράκι
Το στυράκι

Το στυράκι του λουτρουβειού
Σε προηγούμενο δημοσίευμα μας αναφέραμε ότι παλιότερα, όταν η κατεργασία της ελιάς για να βγει το λάδι γινόταν στα λουτρουβειά, τα στάδια κατεργασίας ήταν: τρίψιμο των ελιών, συμπίεση του πολτού που παραγόταν και διαχωρισμός του λαδιού από τους άλλους φυτικούς χυμούς και το νερό. Στη συνέχεια κάναμε μια σύντομη περιγραφή του μύλου όπου τρίβονταν οι ελιές και συγκεκριμένα του μύλου της εκκλησίας της Αγίας Ματρώνας.
Ο πολτός που σχηματιζόταν όταν έτριβαν της ελιές συμπιεζόταν στο στυράκι. Σ’ αυτό το δημοσίευμα θα περιγράψουμε, χωρίς να επεκταθούμε, το στυράκι της εκκλησίας της Αγίας Ματρώνας. Η βάση του στυρακιού ονομάζεται κατωτράπεζο. Εδώ το κατωτράπεζο είναι ξύλινο. Σε κάποια στυράκια είναι λίθινο και σε άλλα μεταλλικό. Στο κατωτράπεζο είναι στερεωμένοι δυο κατακόρυφοι κυλινδρικοί στύλοι, οι ορτοί. Στο επάνω μέρος τους είναι βιδωμένο το βορδώνι. Μέσα στο βορδώνι μπορεί να περιστρέφεται μεταλλική βίδα, στο κάτω μέρος της οποίας είναι προσαρμοσμένη μεταλλική πλάκα που ονομάζεται πλακωτάρι. Η βίδα μαζί με το πλακωτάρι μπορεί να κινείται προς τα επάνω ή προς τα κάτω με τη βοήθεια οριζόντιου δοκαριού που ονομάζεται μανέλα.
Επάνω στο κατωτράπεζο, ανάμεσα στους ορτούς, είναι τοποθετημένη λεκάνη από λαμαρίνα που σε κάποια χωριά ονομάζεται ταβάς (ο), σε άλλα τάση (η) και σε άλλα ταψί (το). Στο ταψί τοποθετούσαν τον έναν επάνω στον άλλο πάνινους φακέλους, τις πετσέτες. Μέσα στις πετσέτες είχαν απλώσει ορισμένη ποσότητα αλεσμένων ελιών. Όταν το πλακωτάρι κατέβαινε προς τα κάτω συμπίεζε τις στοιβαγμένες πετσέτες και έτσι έβγαινε το λάδι.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΛΟΥΤΡΟΥΒΕΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΤΡΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΒΑΣΗ ΧΙΟΥ


                        ΤΟ ΛΟΥΤΡΟΥΒΕΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΤΡΩΝΑΣ ΣΤΗΝ
                                                    ΚΑΤΑΒΑΣΗ ΧΙΟΥ  -  Ο ΜΥΛΟΣ

      Στην Κατάβαση υπάρχει λουτρουβειό το οποίο ανήκει στην εκκλησία της Αγίας Ματρώνας. Μέσα στο λουτρουβειό υπάρχουν όλα τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν στην κατεργασία της ελιάς για να βγει το λάδι: ο μύλος, το στυράκι, ο ληνός, το βίντσι, ο αμουργολόγος, το βαρέλι.
Υπάρχουν επίσης εκτεθειμένα και κάποια άλλα γεωργικά εργαλεία καθώς και εργαλεία οικιακής χρήσης. Το λουτρουβειό σταμάτησε να λειτουργεί κάπου μεταξύ του 1960 και 1965. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν παρέμεινε, ευτυχώς, εγκαταλειμμένο ή χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη της εκκλησίας. Πριν μερικά χρόνια, χάρις στη φροντίδα του Παντελή Σεζένια ο χώρος καθαρίστηκε, απομακρύνθηκαν τα άχρηστα αντικείμενα και τα εργαλεία συντηρήθηκαν με άψογο τρόπο. Τώρα το λουτρουβειό είναι ένα μικρό μουσείο – κόσμημα που διασώζει για τις επόμενες γενιές ένα τμήμα του αγροτικού προβιομηχανικού πολιτισμού της Χίου.

Πέρα από τον ρόλο που είναι ποια προορισμένο να παίξει στον πολιτισμό της Χίου πρέπει να βρει την θέση του τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην οικονομία του νησιού. Πιστεύω πως αν προβληθεί κατάλληλα ώστε να γίνει γνωστό θα αποτελέσει πόλο έλξης για σχολεία από το νησί και όλη την Ελλάδα, ομάδες φοιτητών και τους επισκέπτες του νησιού. Οι σύγχρονοι τρόποι προβολής είναι πολλοί και αποτελεσματικοί. Αρκεί να έχει η τοπική κοινωνία τη βούληση να τους χρησιμοποιήσει.

Παλιότερα, όταν τα λουτρουβειά λειτουργούσαν ακόμα, για να βγει το λάδι οι ελιές έπρεπε να περάσουν από τρία στάδια κατεργασίας. Έπρεπε πρώτα να συνθλιβούν, να “τριφτούν” όπως λένε σε κάποια χωριά, ώστε να μετατραπούν σε πολτό. Στη συνέχεια να συμπιεστεί ο πολτός για να βγει το λάδι και οι άλλοι φυτικοί χυμοί που περιέχει. Τέλος να γίνει ο διαχωρισμός του λαδιού από τους φυτικούς χυμούς αλλά και το νερό που χρησιμοποιούνταν κατά την συμπίεση.

Το τρίψιμο των ελιών γινόταν στο μύλο. Στη φωτογραφία 1 βλέπουμε το μύλο του λουτρουβειού της εκκλησίας της Αγίας Ματρώνας. Ο τύπος αυτού του μύλου ονομάζεται “ο μύλος με τις όρθιες” γιατί οι ελιές τρίβονταν από δυο όρθιες κυλινδρικές μυλόπετρες. Αυτές περιστρέφονταν μέσα σε ένα μεταλλικό περίφραγμα ύψους 50 εκ. περίπου που ονομάζεται “ο γύρος του μύλου”. Στο κέντρο του μύλου υπάρχει κατακόρυφο δοκάρι το οποίο περιστρέφεται μαζί με τις μυλόπετρες. Στα Κουρούνια το δοκάρι αυτό ο Κώστας Σιταράς το ονομάζει “ορθοστάτη”. Ένας οριζόντιος άξονας, μεταλλικός σε τούτο το μύλο, διαπερνά τις δυο μυλόπετρες και τον ορθοστάτη. Οι μυλόπετρες περιστρέφονταν ταυτόχρονα τόσο γύρω από τον ορθοστάτη όσο και γύρω από τον οριζόντιο άξονα. Το ζώο που κινούσε τις μυλόπετρες δενόταν στον “κωλοζώστη” ο οποίος είναι μεταλλικό εξάρτημα προσαρμοσμένο στην άκρη του οριζόντιου άξονα (φωτ. 2). Σε κάποιους μύλους ο κωλοζώστης ήταν ξύλινος.
φωτ.1

φωτ.2