Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016




                                                 Το Μουσείο Ελιάς Κυκλάδων
                                       

       Στην Άνδρο το δένδρο της ελιάς ονομάζεται το «λάινο» και η αγριελιά ο «κόσινας» ή το «κοσίνι». Το λάινο προέρχεται από το ομηρικό «ελάινο», που είναι το ξύλο της ελιάς και το κοσίνι προέρχεται από τον «κότινο», που είναι το στεφάνι από αγριελιά, έπαθλο των αγώνων. Η επιβίωση αυτών των δύο λέξεων μαζί στην Άνδρο κάνουν την ασήμαντη, κατά τα άλλα, καλλιέργεια της ελιάς στο νησί να είναι εξαιρετικά σημαντική για την συνέχεια του πολιτισμού μας. 
      Η καλλιέργεια της ελιάς στην Άνδρο ήταν πάντα μικρή και κάλυπτε μόνο της ανάγκες διατροφής των κατοίκων. Όταν κάποιες χρονιές υπήρχε μεγάλη «λαδιά» γίνονταν εξαγωγή αλλά σε πολύ μικρές ποσότητες. Για την κατεργασία του καρπού της ελιάς υπήρχαν 84 ζωοκίνητα ελαιοτριβεία τα οποία ονόμαζαν «λιοτρίβεια» οι «βίδες» εξαιτίας της σιδερένιας βίδας του ελαιοπιεστηρίου. Πολλές από αυτές τις οικοτεχνικές μονάδες λειτουργούσαν μέχρι την δεκαετία του ’60 και εξυπηρετούσαν την μικρή τοπική αγορά. Ο οικισμός Πιτροφός είχε 4 βίδες. Μια από της 4 αυτές, στον Άνω Πιτροφό  μετατράπηκε στο Μουσείο Ελιάς Κυκλάδων.
     Το διώροφο κτίριο του μουσείου αποτελεί εξαίρετο δείγμα αγροτικής κληρονομιάς, προβιομηχανικής τεχνολογίας και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Ευρίσκεται μέσα στον οικισμό Άνω Πιτροφός, επί της πανέμορφης πεζοπορικής διαδρομής με αριθμό 9 (η λεγόμενη «φαρδιά στράτα» που διέσχιζε κατά μήκος το νησί). Είναι προσβάσιμο και με αυτοκίνητο. Σημαντικό τμήμα του ισογείου, του «κατωγιού», αποτελούσε το λιοτρίβι (φωτ.1)
φωτ.1 Άποψη του εσωτερικού της βίδας
ενώ στον όροφο αναπτύσσεται η κατοικία του «βιδάτορα» ή «λιοτριβιάρη. Στοιχεία που μελετήθηκαν (τρία βόλια, δύο πλάκες αλέσματος, δύο ξύλινοι εργάτες, αλλά και άλλα κατασκευαστικά στοιχεία του κτιρίου) αποδεικνύουν ότι η ηλικία του φθάνει περίπου το 1600 που θεωρείται σαν έτος έναρξης δημιουργίας του οικισμού Πιτροφός. Είναι γνωστό με την επωνυμία «Δεσποτικόν» καθώς το 1823 στην κατοικία έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο εκ Πιτροφού καταγόμενος και συγγενής των τότε ιδιοκτητών μητροπολίτης Βάρνης (πόλη της σημερινής Βουλγαρίας) Φιλόθεος Καρκάκης. Το 1955 η Διαμάντω, χήρα τότε του Σταμάτη Μηλέου, το πούλησε στο Μιλτιάδη Γονέο, ναυτικό, ο οποίος το λειτούργησε μέχρι το θάνατο του το Γενάρη του 1963. Η χήρα του, Ελισάβετ Γονέου συνέχισε για 4 ακόμα χρόνια τη λειτουργία του λιοτριβιού έως το 1967, οπότε διεκόπη οριστικά. Έκτοτε ο χώρος χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη από συγγενικά της πρόσωπα. Το 1997 ολόκληρο το κτίριο (κατοικία και λιοτρίβι) αγοράστηκε από τον Ανδριώτη πολιτικό μηχανικό Δημήτρη Χέλμη ο οποίος κατάγεται από τον Πιτροφό.
      Ο Δ. Χέλμης διαμόρφωσε το ισόγειο όπου βρίσκεται το παλαιό λιοτρίβι που διασώζει ολόκληρο τον εξοπλισμό του σε επισκέψιμο μουσειακό χώρο ως Μουσείο Ελιάς Κυκλάδων. Ο επισκέπτης σήμερα μπορεί να δει από κοντά ένα τυπικό δείγμα μιας καλά σωζόμενης μικρής προβιομηχανικής τεχνολογίας ελαιοπαραγωγική μονάδα. Παρακολουθώντας σχετικό βίντεο από την διαδικασία της ζωοκίνητης λιοτρίβισης που έγινε στο χώρο του μουσείου το έτος 2000 μπορεί να γνωρίσει καλύτερα τη λειτουργία μιας παραδοσιακής μορφής οικοτεχνίας.
       
φωτ.2 Ο μύλος
      Για να αλέσουν τις ελιές τις έριχναν στην «πλάκα», μια επίπεδη στρογγυλή πέτρα η οποία περιβαλλόταν από μεταλλικό έλασμα ώστε να σχηματιστεί ρηχή λεκάνη (φωτ. 2). Επάνω στην πλάκα περιστρεφόταν μυλόπετρα που είχε σχήμα κόλουρου κώνου και ονομαζόταν «βόλι». Στο κέντρο της πλάκας υπάρχει σταθεροποιημένος κατακόρυφος μεταλλικός άξονας. Το βόλι μαζί με το ξύλινο πλαίσιο που το περιβάλει περιστρεφόταν γύρω από αυτόν τον άξονα ο οποίος όμως ήταν ακίνητος. Ο ελαιοπολτός το «χαμούρι» στον οποίο μετατρέπονταν οι ελιές με την άλεση συμπιεζόταν στη «βίδα» για να βγει το λάδι. Εδώ έχουμε μια μεταλλική βίδα (φωτ.3) που έχει κατασκευαστεί στο ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΕΙΟΝ. Σ.Ν.
φωτ.3 Η βίδα
ΠΕΡΑΚΗ. ΕΝ ΠΕΙΡΑΙΕΙ (φωτ.4).
Με τον εργάτη αυξανόταν η πίεση που ασκούσε η βίδα στις αλεσμένες ελιές (φωτ. 5).
φωτ.4  Το μηχανουργείο κατασκευής της βίδας
φωτ.5  Ο εργάτης
        Δίπλα στον μύλο με μια πλατιά πέτρα προσαρμοσμένη σε κατακόρυφη θέση στη γωνία μεταξύ δυο τοίχων σχηματίζεται χώρος που ονομάζεται "αμπάρι". Εδώ, έριχναν χύμα τις ελιές που έφερνε ο παραγωγός για να αλεστούν. Στη συνέχεια τις μετέφεραν λίγες-λίγες με το "καυκί" στον μύλο. Υπάρχουν δυο τέτοια αμπάρια.  Παλιότερα στις βίδες της Άνδρου μετρούσαν το λάδι με το μικρό
φωτ.6  Το αμπάρι
και το μεγάλο  "μπότη". Τα δυο αυτά δοχεία ήταν πήλινα και είχαν το ίδιο σχήμα αλλά διαφορετικό μέγεθος. Ο μικρός "μπότης" (φωτ.7) χωρούσε 1,5 οκά λάδι ενώ ο μεγάλος 3 οκάδες. Αργότερα  χρησιμοποιούσαν την "οκά" (φωτ.8) η οποία χωρούσε μια οκά λάδι και
φωτ.7  Ο μικρός μπότης
την "μισή οκά" η οποία χωρούσε μισή οκά λάδι. Και τα δυο ήταν  μεταλλικά είχαν το ίδιο
   φωτ.8    Η οκά
σχήμα αλλά φυσικά η μισή οκά ήταν μικρότερη σε μέγεθος.

 
φωτ.9      Άποψη από το σωτεριό της βίδας


Το μουσείο στο διαδίκτυο: www.musioelias.gr
Τομουσείο στο facebook: https://www.facebook.com/groups/133192825561/

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Τα καπίστρια και οι καπιστράδες της Λέσβου.




                                               



                                                       Οι μυτιληνιές "μταριές"

      Το καπίστρι είναι εξάρτημα που προσαρμόζεται στο κεφάλι υποζυγίου, για να βοηθάει τον αναβάτη να το ελέγχει όταν το ιππεύει (φωτ. 1). Αλλά και για να το αναγκάζει να τον ακολουθεί, όταν περπατά, ή και να το δένει σε σταθερό σημείο, για να μην απομακρυνθεί, όταν αυτός ασχολείται με άλλη εργασία. Τα καπίστρια τα κατασκευάζουν εξειδικευμένοι τεχνίτες που ονομάζονται καπιστράδες. Οι ίδιοι τεχνίτες κατασκευάζουν και τους καπλουδέτες, τις πστιές, τις μισιές και τα στηθούρια, όλα εξαρτήματα που χρειάζονται, για να στερεωθεί το σαμάρι ή η σέλα στη ράχη του ζώου.
φωτ.1  Στολισμένο καπίστρι

        Παλιότερα το καπίστρι που χρησιμοποιούνταν στη Λέσβο ήταν "του μυτιληνιό καπίστρ". Αυτό σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκε και εδώ και μερικές δεκαετίες χρησιμοποιείται  "του χιώτκου καπίστρ". Στις μέρες μας το χιώτικο καπίστρι το ονομάζουν στη Λέσβο "αλσυδένιου καπίστρ". Και στους  δυο τύπους το κάθε καπίστρι αποτελείται  από τρία λουριά: την κεφαλουριά και τα δυο πλαϊνά λουριά.   Εκτός  από αυτά τα τρία λουριά το  "μυτιληνιό" καπίστρι ολοκληρώνεται με την  "μταριά", ενώ  στο χιώτικο στη θέση της "μταριάς" υπάρχει η "χιώτʼσα αλσίδα".
        Η "κεφαλουριά" είναι ένα οριζόντιο λουρί στο κούτελο του ζώου από την αριστερή μέχρι τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού του.  Κάθε ένα από τα δυο του άκρα είναι ραμμένο σε ένα από τα δυο πλαϊνά λουριά του καπιστριού. Στο μέσον του είναι στερεωμένο το "φεγγάρι" (φωτ.1).
         Τα δυο πλαϊνά λουριά βρίσκονται το ένα  στην αριστερή και το άλλο στην δεξιά πλευρά του κεφαλιού του ζώου. Το αριστερό, όπως βλέπουμε από μπροστά το ζώο, πλαϊνό λουρί  λέγεται "μεγάλο λουρί". Το κάτω άκρο του συνδέεται λίγο πιο πάνω από το στόμα του ζώου με την αριστερή πλευρά της μταριάς, προχωράει στο πλάϊ του κεφαλιού του και στο ύψος του κούτελου του ζώου είναι ραμμένη επάνω του η "κεφαλουριά".  Στο επάνω μέρος του κεφαλιού του ζώου συνδέεται με λαγάρα με το δεξί πλαϊνό λουρί. Συνεχίζει στην δεξιά πλευρά του λαιμού του, περνάει κάτω από το λαιμό  και  στην αριστερή πλευρά του λαιμού συνδέεται με "χαρταλάμ διπλό" με το δεξιό πλαϊνό λουρί. Το χαρταλάμ αυτό είναι προσαρμοσμένο στην άκρη του μεγάλου λουριού. Χαρταλάμ είναι η πόρπη.
     Το δεξί, όπως βλέπουμε από μπροστά το ζώο πλαϊνό λουρί λέγεται "μικρό λουρί".  Το κάτω άκρο του συνδέεται με τη δεξιά πλευρά της μταριάς, προχωράει στο πλάϊ του κεφαλιού του ζώου και στο ύψος του κούτελου του είναι ραμμένη  η κεφαλουριά. Στο επάνω μέρος του κεφαλιού του συνδέεται με λαγάρα με το μεγάλο λουρί, συνεχίζει στην αριστερή πλευρά του λαιμού του ζώου, όπου συνδέεται με "διπλό χαρταλάμ" με το μεγάλο πλαϊνό λουρί. Στα άλογα το "μεγάλο λουρί" έχει μήκος 110 εκ. και το μικρό 80 εκ. Στα γαϊδούρια το μεγάλο έχει μήκος 105 εκ. και το μικρό 70 εκ. Στα μυτιληνιά καπίστρια το κάθε λουρί αποτελούνταν από δυο δέρματα το ένα επάνω στο άλλο  ραμμένα μεταξύ τους, γιʼ αυτό τα έλεγαν "διπλά καπίστρια".      

Η "μταριά".
φωτ. 2   Μταριά σε μυτιληνιό καπίστρι

         Η  "μταριά" είναι ένα μακρόστενο μεταλλικό στέλεχος με μικρότερο πλάτος στο μέσον του και μεγαλύτερο   στα άκρα του (φωτ. 2). Είναι  καμπυλωμένο για να προσαρμόζεται στο ρύγχος  του ζώου λίγο πιο πάνω από τα ρουθούνια του. Αποτελείται από ένα πλατύ μικρού πάχους τμήμα στο μέσον  και σε όλο το μήκος του οποίου  υπάρχει διάζωμα πολύ μεγαλύτερου πάχους. Το διάζωμα αυτό δίνει την αντοχή στη "μταριά".  Έχει μεγαλύτερο μήκος από το πλατύ τμήμα και προεξέχει  από τις δυο πλευρές του. Στην κάθε προεξοχή υπάρχει κατακόρυφη τρύπα. Σε κάθε μια από αυτές προσαρμόζονται δυο διαδοχικά μακρόστενα "κριτσέλια" (χαλκάδες) (φωτ.3). Το ένα "κριτσέλ" προσαρμόζεται στη
φωτ. 3 Η αρματωσιά της μταριάς

"μταριά"   ενώ το άλλο  στο χαλκά που υπάρχει στο άκρο του καθενός  από τα δυο πλαϊνά λουριά του καπιστριού. Κατ' αυτόν τον τρόπο συνδέεται η "μταριά" με το καπίστρι. Από το πρώτο "κριτσέλ" κρέμονται δυο "καϊναμάδις" και από το δεύτερο ένας. Ο κάθε "καϊναμάς" αποτελείται από ένα μεταλλικό μακρόστενο χαλκά που ονομάζεται "μάνα" και τρεις  μικρούς  στρογγυλούς μεταλλικούς χαλκάδες (χαλκαδέλια ψλά) που κρέμονται από αυτή. Τα δυο διαδοχικά κριτσέλια μαζί με τους  καϊναμάδες  ονομάζονται "αρματωσιά της μταριάς". Η "μάνα" και τα "ψλά χαλκαδέλια" είναι κατασκευασμένα από σιδερένια βέργα. Στο εμπόριο οι βέργες αυτές ήταν κυλινδρικές. Πριν χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή καϊναμάδων, είχαν σφυρηλατηθεί,  για να γίνουν τετράπλευρες και μετά είχαν "στρουμπλιχτεί",  δηλαδή είχαν περιστραφεί γύρω από τον άξονα τους, ώστε να πάρουν ελικοειδές σχήμα. Τα δυο άκρα της μάνας έχουν συγκολληθεί μεταξύ τους, ενώ στα "ψλα χαλκαδέλια" όχι. Για να συγκολληθούν μεταξύ τους τα δυο άκρα τα έφερναν κοντά το ένα με το άλλο, έβαζαν γύρω-γύρω λίγο μπρούτζο, βουτούσαν την περιοχή αυτή σε άσπρη σκόνη βόρακα και με τη "μασά" έβαζαν τη μάνα στο φυσερό όπου έλιωνε ο μπρούτζος, και έτσι κολλούσαν. Ο βόρακας βοηθούσε να λιώνει πιο εύκολα ο μπρούτζος. "Πιάναμι τ' μταριά μιτ μασά κι τ' βάζαμι στου φυσιρό, ανέλι (έλιωνε) η μπρούτζους κι κόλλα (κολούσε)".
     Υπήρχαν και μταριές χωρίς "καϊναμάδες". Ο Μανώλης Γεωργής, ο οποίος ήταν καπιστράς στο Πλωμάρι  παράγγελνε στην Αγιάσο  π.χ. 4 μταριές με "καϊναμάδες" και 4 χωρίς "καϊναμάδες".
φωτ. 4 Τμήμα καλουπιού με το οποίο
 κατασκεύαζαν
μπρούτζινες μταριές
       Οι μταριές είναι δυο ειδών. Οι μπρούτζινες και οι σιδερένιες. Τις κατασκεύαζαν οι τοπικοί σιδεράδες. Ο τρόπος κατασκευής για κάθε είδος ήταν διαφορετικός. Οι μπρούτζινες ήταν χυτές, ενώ οι σιδερένιες σφυρήλατες. Για να κατασκευάσουν τις μπρούτζινες μταριές, χρησιμοποιούσαν σιδερένια καλούπια τα οποία είχαν κατασκευάσει οι ίδιοι οι σιδεράδες που έκαναν τις μταριές. Το κάθε καλούπι αποτελείται από δυο τμήματα (φωτ. 4 και 5). Έλιωναν μπρούτζο μέσα στον "αμπουτά"
και τον έχυναν στα  καλούπια. Ο τελευταίος σιδεράς που κατασκεύαζε μταριές στη Λέσβο ήταν ο Φίλιππος Ρουγκέλλης στην Αγιάσο. Δεν υπάρχουν πληροφορίες, αλλά το λογικότερο είναι ότι παλιότερα τις κατασκεύαζαν και σε άλλα χωριά ή και στη Μυτιλήνη.    Τους "καϊναμάδες" δεν τους έβαζαν στο καπίστρι σαν στολίδι ούτε και η θέση τους δίπλα στα ρουθούνια του ζώου ήταν τυχαία.  Όταν το ζώο περπατούσε οι καϊναμάδες συγκρούονταν μεταξύ τους και με τον θόρυβο που έκαναν δεν πήγαιναν οι μύγες στα ρουθούνια του. Αλλά και όταν δεν περπατούσε το ζώο, πάλι έκαναν θόρυβο αφού "του ζω μόλις ακούς μύγια κνεί του κιφάλι τʼ". Άλλη μια
φωτ. 5  Τμήμα καλουπιού με το οποίο
 κατασκεύαζαν μπρούτζινες μταριές

χρησιμότητα τους ήταν ότι με τον ήχο που έκαναν δεν άφηναν το κουρασμένο ζώο να αποκοιμηθεί καθώς περπατούσε.
     Τις μταριές τις στόλιζαν με πλωμιά. Τα πλωμιά είναι απλά γραμμικά σχέδια τα οποία δημιουργούσαν οι σιδεράδες με ευθείες η καμπύλες γραμμές που επαναλαμβάνονταν και  συνδυάζονταν μεταξύ τους. Τις γραμμές αυτές είτε τις χάραζαν  με το "πριακόνʼ" (φωτ.6) αφού πρώτα  "δέναν" τη μταριά, δηλαδή τη στερέωναν στη μόρσα, είτε τις "χτυπούσαν" με ζουμπαδέλια και σκαρπελάκια. "Πριακόνʼ" ονομάζει ο Φίλιππος Ρουγκέλλης την μικρή τριγωνική λίμα. Η μόρσα είναι μέγγενη στερεωμένη στον πάγκο του σιδερά. Το ζουμπαδέλ είναι ένα μεταλλικό στέλεχος μήκους 10 περίπου εκατοστών. Στην οριζόντια επιφάνεια του ενός άκρου του δημιουργούσαν ανάγλυφα απλά σχέδια έτσι, ώστε, όταν το τοποθετούσε  κάποιος κατακόρυφα με την άκρη αυτή επάνω σε μέταλλο και χτυπούσε με το σφυρί την άλλη του άκρη,  να χαραχθεί στο  μέταλλο το αποτύπωμα αυτού του σχεδίου. Κάποια ζουμπαδέλια είχαν στο κάτω μέρος ανάγλυφο "αστρέλ" το οποίο "χτυπούσαν" στη μταριά.  Σε κάποια άλλα κυπαρίσσι (φωτ.7). Άλλα συνηθισμένα σχήματα που "χτυπούσαν" ήταν μικρά τετράγωνα και μικροί ρόμβοι (φωτ.8).  Ο Φίλιππος Ρουγκέλλης
φωτ.6   Διακοσμητικές γραμμές χαραγμένες
 με το "πριακόν" στο διάζωμα μταριάς

θυμάται ότι "μι ζουμπαδέλ μπροστά κφό στόλζουμ μταριές". Ένα πολύ συνηθισμένο σχέδιο στις μταριές είναι δυο ομόκεντροι κύκλοι με ένα μικρό βύθισμα στο κέντρο τους (φωτ.9). Τους δυο ομόκεντρους κύκλους τους έκαναν "χτυπώντας" το μέταλλο με δυο "ζουμπαδέλια κφά μπροστά" με διαφορετική διάμετρο το κάθε ένα και το μικρό βύθισμα με ζουμπαδέλ με κωνικό το άκρο του.  Στο "κφό μπροστά ζουμπαδέλ" η μια άκρη  είναι διαμορφωμένη σε κύλινδρο. Σε μια μόνο μταριά συναντήσαμε απεικόνιση ψαριού με δυο διαφορετικούς τρόπους (φωτ. 10 και 11).
         Το "σκαρπελάκ" (μικρό σκαρπέλο) είναι ατσάλινο μεταλλικό στέλεχος μήκους 10 εκατοστών περίπου με πλατιά και κοφτερή τη μία άκρη. Σε άλλα σκαρπελάκια η άκρη αυτή είναι ευθεία και σε
φωτ. 7  Διακοσμητικό κυπαρίσσι
"χτυπημένο" με ζουμπαδέλ σε μταριά


άλλα καμπύλη. "Χτυπώντας" τη μταριά με το "σκαρπελάκ" σχηματίζονταν μικρές ευθείες ή καμπύλες γραμμές. Επαναλαμβάνοντας και συνδυάζοντας τις γραμμές αυτές δημιουργούσαν κάποια γραμμικά σχέδια. Πάλι ο Φίλιππος Ρουγκέλλης μας πληροφορεί ότι "έκαναν κυπαρίσ μι σκαρπελάκ". Δηλαδή κάποια κυπαρίσσια τα έκαναν με σκαρπελάκια. Έκαναν αστράκια χρησιμοποιώντας "σκαρπελάκ" για τις ακτίνες και ζουμπαδέλ για το βύθισμα στο κέντρο (φωτ.6).Τόσο τα σκαρπελάκια όσο και τα ζουμπαδέλια δεν ήταν βιομηχανοποιημένα προϊόντα. Τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι σιδεράδες. Γιʼ αυτό δεν είναι τυποποιημένες οι διαστάσεις των εργαλείων αυτών αλλά ούτε και τα σχέδια που αποτύπωναν επάνω στη μταριά.
     
φωτ. 8 Τετράγωνα και ρόμβοι
 "χτυπημένοι" με ζουμπαδέλ σε μταριά
 

 Τις σιδερένιες "μταριές"  τις κατασκεύαζαν σφυρηλατώντας το σίδερο (φωτ.12). Ο σιδεράς έπαιρνε ένα κομμάτι σιδερένιο έλασμα, που είχε μήκος όσο το μήκος της "μταριάς" που θα κατασκεύαζε και το κατάλληλο πάχος. Το ζέσταινε στο φυσερό και το τοποθετούσε στο αμόνι. Στη συνέχεια τοποθετούσε επάνω του και λίγο δεξιότερα από τον κατά μήκος άξονα του ένα ατσάλινο παραλληλεπίπεδο που ονομάζεται  "μπασκί". Χτυπούσε το "μπασκί" με τη βαριά. Όσο το χτυπούσε τόσο το έλασμα στη περιοχή  που καλυπτόταν από το μπασκί γινόταν λεπτότερο.  Στη συνέχεια έβαζε το μπασκί λίγο αριστερότερα από τον κατά μήκος άξονα του ελάσματος, το χτυπούσε πάλι με τη βαριά και το έλασμα γινόταν λεπτότερο και σε αυτή την περιοχή. Αυτή η διαδικασία λεγόταν "χαράκουμα" του μετάλλου και είχε σαν αποτέλεσμα να σχηματιστεί στο μέσον του ελάσματος και σε όλο το μήκος του μια ταινία με το αρχικό του πάχος ενώ αριστερά και δεξιά της ταινίας αυτής το έλασμα να έχει μικρότερο πάχος. Έτσι δημιουργούνταν και στις σιδερένιες μταριές

φωτ.9  Ομόκεντροι κύκλοι με μικρό βύθισμα
στο κέντρο τους "χτυπημένοι" με ζουμπαδέλ σε μταριά



το διάζωμα που υπήρχε και στις μπρούτζινες. Ακολουθούσε το "άνοιγμα" του μετάλλου. Το
"άνοιγμα" γινόταν με ένα σφυρί που λεγόταν "ναρί". Η μια πλευρά της κεφαλής του σφυριού αυτού ήταν πλατιά  και η άλλη στενόμακρη. Χτυπώντας σιγά-σιγά με την στενόμακρη πλευρά το έλασμα από την μια και από την άλλη πλευρά του διαζώματος το έκαναν όσο πλατύ και λεπτό χρειαζόταν.  "Κάναμι του χαράκουμα μι μπασκί κι βαριά να γίν σκιλιτός, μετά ανοίγαμί ντου μη του ναρί στου αμόν". Όλα αυτά γίνονταν στο αμόνι. Στη συνέχεια το έβαζαν στη μόρσα και το καμπύλωναν. Η διακόσμηση στις σιδερένιες μταριές είναι ποιο απλή γιατί το σίδερο είναι σκληρό και δεν είναι κατάλληλο για «χτυπητά» πλωμιά. Εδώ χρησιμοποιούσαν σκαρπελάκια και κωνικά ζουμπαδέλια (φωτ. 12 και 13). Για να συμπληρώσουν την διακόσμηση, σε κάποιες σιδερένιες μταριές τοποθετούσαν στο διάζωμα ένθετες μπρούτζινες ταινίες (φωτ. 13).

φωτ. 10  Διακοσμητικό ψάρι "χτυπημένο"
 με ζουμπαδέλ σε μταριά
 Σε κάθε πλευρά της μταριάς, εκεί που προεξέχει το διάζωμα υπάρχει δεμένο το ένα άκρο λαγάρας (φωτ.2).  Το άλλο άκρο κάθε λαγάρας περνάει ανάμεσα από τα δυο δέρματα του αντίστοιχου πλαϊνού λουριού σε κάποιο σημείο πιο πάνω από τη μταριά. Στο σημείο αυτό ο καπιστράς είχε φροντίσει να αφήσει κενό, όταν έραβε τα δυο λουριά μεταξύ τους. Οι δυο αυτές λαγάρες συγκρατούσαν τη μταριά σε οριζόντια θέση και δεν την άφηναν να πέσει προς τα κάτω επάνω στα ρουθούνια του ζώου. Ο ιδιοκτήτης του ζώου μπορούσε να μικραίνει ή να μεγαλώνει το μήκος τους τραβώντας ή χαλαρώνοντας το άκρο τους εκείνο που είχε περάσει ανάμεσα από τα πλαϊνά λουριά. Έτσι μετακινούσε τη μταριά και την προσάρμοζε  στο δικό του ζώο. Μετά έδενε κόμπο σε κατάλληλη απόσταση από το ελεύθερο άκρο της λαγάρας, ώστε να μην χωράει ο κόμπος να περάσει  από το κενό ανάμεσα στα λουριά και να φύγει  από τη θέση της. Στα στολισμένα καπίστρια υπήρχαν "περαστές χάντρες" στις δυο αυτές λαγάρες (φωτ.1).  
                                                                        

  Η "χιώτʼσα αλσίδα"  
φωτ. 11 Διακοσμητικό ψάρι  "χτυπημένο"
 με ζουμπαδέλ σε μταριά
       Στα χιώτικα καπίστρια στο κάτω άκρο κάθε ενός από τα δυο "πλαϊνά λουριά" υπάρχει στερεωμένο "διπλό χαρταλάμ" στο κάτω άκρο πάλι του οποίου υπάρχει χαλκάς (φωτ.1). Έτσι σε κάθε πλευρά του κεφαλιού του ζώου λίγο πιο πάνω από το στόμα του υπάρχει  ένας  χαλκάς. Οι δυο αυτοί χαλκάδες συνδέονται μεταξύ τους με τρεις ομάδες αλυσίδων. Η μια ομάδα  αποτελείται από 4 αλυσίδες, στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ζώου, λίγο πιο πάνω από τα ρουθούνια του.  Πολλές φορές στο πίσω μέρος των αλυσίδων αυτών υπάρχει κολλημένος κετσές, για να μην πληγώνεται το ζώο. Στα αυθεντικά χιώτικα καπίστρια οι αλυσίδες ήταν 6. Ήταν λεπτότερες, ομορφότερες, καλύτερης ποιότητας και ήταν ακριβότερες. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τρεις αλυσίδες στο πίσω μέρος του κεφαλιού του ζώου σαν συνέχεια των αλυσίδων της πρώτης ομάδας. Οι δυο αυτές ομάδες μαζί σχηματίζουν βρόγχο που περιβάλλει το κάτω μέρος του κεφαλιού του ζώου και δεν αφήνουν το καπίστρι να γλιστρήσει προς το επάνω μέρος του κεφαλιού του. Στην αριστερή πλευρά της δεύτερης αυτής ομάδας υπάρχει    προσαρμοσμένος χαλκάς ο οποίος είναι συνδεδεμένος με αλυσίδα μήκους 40 εκ. Στο άκρο της αλυσίδας αυτής υπάρχει στριφνάρι στο οποίο δένεται το
φωτ. 12 Σιδερένια μταριά

"καπστρουστσοίν", το σκοινί του καπιστριού, το οποίο έχει μήκος μια οργιά, δηλαδή 150 εκ.  Το στριφνάρι ή στριφτάρι είναι μεταλλικό εξάρτημα το οποίο μπορεί να συστρέφεται έτσι, ώστε, όταν περιστρέφεται κατά την χρήση του το σκοινί του καπιστριού, να μην μεταδίδεται αυτή η περιστροφή  και στο υπόλοιπο καπίστρι.
           Στην τρίτη ομάδα έχουμε δυο αλυσίδες από τον ένα χαλκά και δυο αλυσίδες από τον άλλο  να καταλήγουν σε στριφνάρι κάτω από τον λαιμό του ζώου. Το στριφνάρι αυτό  συνδέεται     με το λουρί του καπιστριού που περιβάλλει τον λαιμό του (φωτ.1). Με αυτή τη σύνδεση εμποδίζεται η "χιώτʼσα αλʼσίδα" να γλιστρήσει και να βγει από το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ζώου.
   
φωτ. 13 Σιδερένια μταριά. Στο διάζωμα
υπάρχει μπρούτζινη διακόσμηση
Τις  "χιώτʼσις αλσʼίδις για καπίστρια"τις αγόραζαν  έτοιμες. Δεν τις έφτιαχναν οι καπιστράδες η οι τοπικοί σιδεράδες. Ο Μανώλης Γεωργής τις αγόραζε από το κατάστημα του Αλεπουδέλλη στη Μυτιλήνη.  Ζητούσε "χιώτʼσις" αν ήθελε τις αυθεντικές χιώτισσες που κατασκευάζονταν στη Χίο ή "πειραιώς" που κατασκευάζονταν στον Πειραιά.  Υπήρχαν χιώτισσες αλυσίδες για μουλάρια και χιώτισσες αλυσίδες για γαϊδούρια.






Δημοσιεύτηκε στο "Λεσβιακό Ημερολόγιο 2017.