Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Ενδιαφέροντα κτίσματα στα χωριά της Λέσβου.

 


30.

Στο χωριό της Λέσβου Καλλονή.




Οικία της οικογένειας Στ. Παπαγεωργίου. Χτίστηκε το 1927.

29.

Μήθυμνα. 

Αρχοντικό Κομνηνάκη Κράλλη .

Το αρχοντικό βρίσκεται αρκετά ψηλά, στο κέντρο του παραδοσιακού οικισμού, λίγο πιο κάτω από το κάστρο.  Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα τοπικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα και αναπτύσσεται σε 3 ορόφους, ισόγειο, ημιόροφο και 1ο όροφο, συνολικού μικτού εμβαδού 414 τ.μ.

Το ισόγειο είναι πετρόχτιστο και εξωτερικά άβαφο όπως κάθε τι πετρόχτιστο στο Μόλυβο.

Ο όροφος είναι ξύλινος.  Εκεί υπάρχουν 4 δωμάτια με τοιχογραφίες λαϊκής ζωγραφικής του 1833 που αποτελούν επισκέψιμο χώρο για το κοινό ως αξιοθέατο-μουσείο. 

Ο ημιόροφος  προοριζόταν για τους υπηρέτες ενώ σήμερα φιλοξενεί φοιτητές της Σχολής.
Τη δεκαετία του 1950 περιήλθε στην κυριότητα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών ύστερα από δωρεά της οικογένειας Κράλλη και κάποιων Μολυβιατών μεταναστών στην Αυστραλία. Από το 1960 αποτελεί έναν από τους 6 Καλλιτεχνικούς Σταθμούς της Σχολής.
Φαίνεται ότι χτίστηκε το 1812.

Φωτογραφίες με τις τοιχογραφίες στο εσωτερικό του σπιτιού στο kiourellis.blogspot.com/ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΚΟΜΝΗΝΑΚΗ ΚΡΑΛΛΗ Στο Μόλυβο Λέσβου/Πέμπτη, 9 Νοεμβρίου 2017




Στο εσωτερικό.


Λεπτομέρεια οροφής.


Τοιχογραφία.

28.

Μήθυμνα.

Αρχοντικό  Γιαννάκου. Χτίστηκε το 1790 και ήταν η κατοικία τούρκου Αγά της περιοχής. Το 1935, με την ανταλλαγή περιουσιών, πέρασε στην οικογένεια Γιαννάκου. Σήμερα ανήκει στην κόρη τους Δώρα Γιαννάκου-Παρίση η οποία φρόντισε  να το αναστηλώσει για να διατηρήσει στο χρόνο την αυθεντικότητα και την  ιδιαιτερότητά του, ώστε να θεωρείται μια πολύτιμη αρχιτεκτονική κληρονομιά. 



Οροφή.


Οροφή.




Λεπτομέρεια οροφής.


27.

Μόρια.



26.

Παπάδος.

Αρχοντκό Βρανά.




25.

Δημοτική Πινακοθήκη Μήθυμνας.
Η κατασκευή του κτιρίου προσδιορίζεται στα τέλη του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα. Η αρχιτεκτονική του ανταποκρίνεται στον παραδοσιακό τύπο της λεσβιακής κατοικίας, με προσλαμβάνουσες από την Ανατολή. Το πέτρινο ισόγειο τμήμα της κατοικίας εναρμονίζεται με τη λιθόκτιστη κατασκευή που διακρίνει τόσο τον προαύλιο χώρο του οικήματος όσο και τα λιθόστρωτα καλντερίμια του χωριού. Το επάνω τμήμα του κτιρίου είναι ξύλινο. Διακρίνεται το παραδοσιακό «σαχνισί» που προεξέχει του τοίχου και στηρίζεται σε ξύλινες αντηρίδες.
Το ισόγειο χρησίμευε ως επί το πλείστον για την προσωρινή αποθήκευση της ελιάς, του άχυρου, ενώ εκεί βρίσκονταν επίσης τα κιούπια με το λάδι, τα όσπρια, κ.α. Στο βάθος του ισόγειου χώρου ήταν το πηγάδι απ' όπου η οικογένεια προμηθευόταν νερό, ενώ στον δεξί τοίχο διακρίνεται η κατασκευή του φούρνου.
Στον όροφο βρίσκονται οι χώροι διαμονής των ενοίκων. Η ξύλινη σκάλα οδηγεί σε ένα μεγάλο διάδρομο, απ' όπου ανοίγουν πόρτες προς τα διαφορετικά δωμάτια του σπιτιού. Τα δωμάτια στην πρόσοψη της κατοικίας χρησίμευαν ως κρεβατοκάμαρες ή χώροι υποδοχής (οντάς), ενώ το πίσω δωμάτιο με το τζάκι ήταν το «χειμερινό δωμάτιο».
Αρχικά το κτίριο έγινε γνωστό ως «Μουσείο Εφταλιώτη», αφού προοριζόταν να στεγάσει τα χειρόγραφα του Αργύρη Εφταλιώτη που θα έφερνε ο Γιώργος Βαλέτας από το Παρίσι. Για αυτόν το λόγο, ο γλύπτης Απάρτης φιλοτέχνησε την προτομή του Εφταλιώτη που βρίσκεται στην αυλή του κτιρίου.
Η ανάγκη να υπάρξει ένας χώρος στέγασης για τα έργα των καλλιτεχνών που διέμεναν στην Μήθυμνα χρονολογείται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις απαρχές της τουριστικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της. Το 1981, με πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Κώστα Δούκα, του λογοτέχνη Νάσου Θεοφίλου, του καλλιτέχνη Απόστολου Γιαγιάννου και τη συμβολή του ζωγράφου Χρόνη Μπότσογλου, έγιναν τα εγκαίνια της Πινακοθήκης με 77 έργα που δωρίθηκαν είτε από τους ίδιους τους καλλιτέχνες είτε από συλλέκτες έργων τέχνης.



24.

Μήθυμνα.



23.

Μήθυμνα.



22.

Μεσαγρός.



21.

Μεσαγρός.

Ο μιναρές.

«Η κατάκτηση της Λέσβου το 1462 από τους Οθωμανούς θα φέρει αλλαγή στη στρατιωτική και διοικητική διαρρύθμιση του νησιού. Έτσι εκτός από το προσωπικό διοίκησης και φρουράς, σιγά σιγά και με παρότρυνση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα έρθουν και θα εποικίσουν στην πόλη και τα χωριά της Λέσβου μουσουλμάνοι από την Ανατολή. Αυτοί με τη σειρά τους, για τις θρησκευτικές ανάγκες τους, θα αναγείρουν διάφορα τεμένη, όπως το τζαμί στο Μεσαγρό. 

Το τζαμί αυτό μετά από την αποχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού, αφού δεν είχε καμία ουσιαστική χρήση, αφέθηκε στη φθορά του χρόνου όπως και πολλά άλλα στο νησί, κατ’ αντιστοιχία με τις δικές μας εκκλησιές που κατέρρευσαν από τότε που αναχώρησε ο ελληνικός πληθυσμός από τη Μικρά Ασία.

            Οθωμανικές αρχειακές πηγές του 1548 μας δίνουν πληροφορίες για το Μεσαγρό ως το δεύτερο μεγαλύτερο οθωμανικό οικισμό μετά το χωριό Κουκμίδος, ενώ τα έτη 1671 και 1709 το οθωμανικό στοιχείο υπερέβαινε το χριστιανικό σύμφωνα με την αναλογία εστιών (οικογένειες). Το αρχικό τζαμί του Μεσαγρού πρέπει να χτίστηκε το 16ο αιώνα. Από αυτό σήμερα έχει σωθεί μόνο το υπόλειμμα ενός μιναρέ που ήταν κατασκευασμένος από μικρά τούβλα και χτισμένος επάνω σε εξαγωνική βάση. Υπήρχε  καλλίγραφη μαρμάρινη επιγραφή σε ζωγραφιστό μαύρο φόντο η οποία ανέφερε  ότι το 1825/6 χτίστηκε νέο Τζαμί. Σύμφωνα με τον ιστορικό Π. Σαμάρα, στην οικοδόμηση των τζαμιών, συνέβαλλαν και πολλοί γραικοί. Συγκεκριμένα για το τζαμί του Μεσαγρού αναφέρει τον πρωτομάστορα Ταμπακέρα. Ο κήπος του τζαμιού πιθανώς να ήταν μουσουλμανικό νεκροταφείο, (ίσως χώρος ταφής των Ιμάμηδων) αφού ακόμη και σήμερα μπορεί κάποιος να δει παραπεταμένες ταφόπλακες. Στον προαύλιο χώρο διατηρούνται τα απομεινάρια από δύο βρύσες, μια μπροστά και μια πίσω, οι οποίες ήταν οι βρύσες των εξαγνισμών για εξαγνιστικούς καθαρμούς, αντίστοιχο της "φιάλης" των Βυζαντινών. Στην αυλή διατηρούνται επίσης πορτοκαλιές και ροδιές. Ο νεότερος μιναρές στο Β.Δ. άκρο, σύμφωνα με την εγχάρακτη επιγραφή του στηθαίου στο κυκλικό εξώστη (μουεζινέ) του, έχει χρονολογία 1900/1 και 1902/3. Το ύψος του είναι 14 μέτρα και είναι χτισμένος από καφέ-γκρίζα πέτρα. Η κορυφή του περιλαμβάνει μεταλλικό άκρο με ημισέληνο και κρίνο, συνηθισμένο σύμβολο σε οθωμανικά λάβαρα, σημαίες και μνημεία. Αξιοσημείωτη είναι η σχετικά αρκετά καλή κατάσταση του μιναρέ, παρά τη φθορά και την εγκατάλειψή του. Το τζαμί όμως δυστυχώς δεν είχε καμία τύχη στη μάχη  με το χρόνο, καθώς ήταν ξύλινη κατασκευή που δεν έτυχε καμίας ουσιαστικής συντήρησης».

Από ανάρτηση του Πάνου Αγιακάτσικα με τίτλο «Το τζαμί του Μεσαγρού - Mesagros Camı» στο ottoman-monuments-of-lesvos.blogspot.com › 2014/04




20.

Φίλια.

Ο μιναρές.



19.

Σκαλοχώρι. 

Ο μιναρές.

Το παλιό τζαμί βρισκόταν στην Κάτω Αγορά, στα όρια του μουσουλμανικού με το χριστιανικό τομέα. Ο μιναρές του είχε πολυγωνική βάση και ύψος περίπου 10 μέτρα. Στους σεισμούς του 1867 και του 1889 το τζαμί έπαθε μεγάλες ζημιές και το πιθανότερο είναι ότι είχε καταστεί ακατάλληλο. Το Γενί Τζαμί (καινούργιο τζαμί) άρχισε να χτίζεται τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα σε οικόπεδο βακουφικό. Ανεγέρθηκε από την εύπορη Μουσουλμανική Κοινότητα του χωριού και ανήκε σε αυτή. Βοήθησαν, εκτός από την τουρκική κυβέρνηση και μεγαλοκτηματίες του χωριού. Όταν έγινε η απελευθέρωση της Λέβου, 8-12-1912,  το τέμενος ήταν σχεδόν τελειωμένο. Έλειπαν μερικά εσωτερικά σοβαντίσματα. Για τον πλούτο κατασκευής και τη θέση του το έλεγαν Κασίρ Τζαμί. Ο μιναρές βρίσκεται στο μέσον, περίπου, της δυτικής πλευράς. Είναι στη βάση δωδεκάγωνος, γίνεται μετά κυλινδρικός με δύο διαζώματα κι ένα καλλιτεχνικά χτισμένο εξώστη με τριών επιπέδων στηρίγματα, όλα έργα φημισμένων Τούρκων λιθοξόων.

Από το βιβλίο του Δημητρίου Ι. Χατζηλία «Το Σκαλοχώρι Λέσβου. Συμβολή στην έρευνα της ιστορίας και του πολιτισμού του».



18.

Κλειώ.

Αρχοντικό Ζαχαριάδη.
Παναγιώτης Ευστρατίου Ζαχαριάδης. Γεννήθηκε στην Κλειώ το 1865. Μετανάστευσε στην Αίγυπτο όπου ασχολήθηκε με τις φυτείες βαμβακιού. Επέστρεψε στο χωριό γύρω στα 1900 και έχτισε το σπίτι. Κατά την γερμανική κατοχή επιτάχτηκε και έγινε αρχηγείο της περιοχής με επικεφαλής τον Γερμανό λοχαγό Βάλτερ.
Ο Π.Ζ. παντρεύτηκε την Βασιλεία η οποία ήταν πέμπτη ξαδέλφη του. Λόγω αυτής της συγγένειας χρειάστηκε η συνηγορία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για την νομιμοποίηση αυτού του γάμου. Έκανε μαζί της πέντε κόρες και ένα γιο. Μετά τον θάνατο του η ιδιοκτησία του σπιτιού πέρασε στην Βασιλεία και στη συνέχεια στο μοναδικό γιο του Ευστράτιο ο οποίος ήταν ήδη ένοικος του. Αυτός είχε παντρευτεί την Ρένα Ανδρέου και είχαν αποκτήσει ένα γιο, τον Παναγιώτη και μία κόρη την Βασιλεία. Όταν η σύζυγος του Ευστράτιου πέθανε πολύ νέα από καρκίνο αυτός παντρεύτηκε για δεύτερη φορά και απόκτησε ακόμα μια κόρη. Η ιδιοκτησία του σπιτιού πέρασε στον γιο του Παναγιώτη καθώς η επιθυμία του δημιουργού του αρχοντικού ήταν σε κάθε γενιά να παίρνει το σπίτι ο γιος. Ο Παναγιώτης, ένα αιώνα μετά το χτίσιμό του μετέτρεψε το αρχοντικό σε παραδοσιακό ξενώνα.
Οι πληροφορίες προέρχονται από το περιοδικό «Εν Κλειώ», Αρ. 41, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2009.



17.

Σκάλα Συκαμιάς.

Αρχοντικό Καλλιγέρη.
Το έφτιαξε για εξοχική κατοικία ο Στρατής Καλλιγέρης του Κων/νου με καταγωγή από την Σκαμνιά Λέσβου , εύπορος έμπορος που κατοικούσε τον περισσότερο χρόνο στην Αίγυπτο. Εκείνος και η Γαλλίδα στην καταγωγή γυναίκα του Μάρι δεν απέκτησαν παιδιά ,έτσι ο Στρατής Καλλιγέρης με την διαθήκη του το άφησε στον ανεψιό του Δημητρό Καλλιγέρη, γιό του αδελφού του Αχιλλέα Καλλιγέρη που είχε παντρευτεί την Ανδομάχη Γώγου.
Το πατρικό των δυο αδελφών, Αχιλλέα και Στρατή Καλλιγέρη, (το σπιτι του πατέρα τους Κωνσταντίνου Καλλιγέρη) είναι στο χωριό Συκαμιά και το κληρονόμησε ο Γώγος Καλλιγέρης (ο άλλος γιός του Αχιλλέα Καλλιγέρη).



16.

Παπάδος

Αρχοντικό Βασιλείου Χατζηγιαννάκη.
Χτίστηκε το 1921.



15.

Αρχοντικό οικογένειας Χατζημιχαλάκη. Χτίστηκε το 1928.

Παπάδος



14.

Παπάδος.



Η είσοδος. 

13.

Βασιλικά.

Στην είσοδο καφενείου.Στο επάνω μέρος της εισόδου υπάρχουν λαξευμένα στην πέτρα δυο πλαίσια. Στο αριστερό διαβάζουμε χαραγμένα στην πέτρα: ΟΚΤΟΜ(πρώτη σειρά), ΒΡΙΟΥ 4(δεύτερη σειρά),  1888 (τρίτη σειρά) και στο δεξιό: Ευσ Χη Μ(πρώτη σειρά),  ΔΙΑ ΧΕΡΟΣ(δεύτερη σειρά),  ΜΑΣΤΩΡ Β.(τρίτη σειρά), ΑΛΒΑΝΟΥ(τέταρτη σειρά).



12.

Βασιλικά.



11.

Βασιλικά.



10.

Βασιλικά


Το χωριό Βασιλικά είχε εξαιρετικούς πελεκάνους.

«Σαν έφτανε ο Μάρτης και σταματούσαν οι βροχές και τα κρύα, οι πελεκάνοι (αυτοί που πελεκάνε πέτρες, λιθοξόοι) ξεκινούσαν για τα νταμάρια, άλλος της Αγλαστής κι άλλος στ΄Λάμπ΄του Π΄γάδ κι άρχιζαν τον πόλεμο με το βουνό και τα βράχια. Να δημιουργήσουν κρέμαση (κλίση, κατάλληλη θέση), ν΄αποκολλήσουν τους πέτρινους όγκους και να τους κυλήσουν στο άνοιγμα του νταμαριού, κοντά στη δημοσιά, όπου θα τους επεξεργάζονταν. Η αποκόλληση και η μετακίνηση των βράχων γινόταν χωρίς μηχανικά μέσα, με μόνα εργαλεία τον κασμά, τις σφήνες, τη βαριά και τον λοστό. Και ύστερα δούλευαν η τέχνη και το μεράκι. Με τον τσόκο και την χτενιά, με το καλέμι και το σφυρί λάξευαν τον ακατέργαστο όγκο, για να του δώσουν μορφή και σχήμα, να τον κάνουν γωνιά, σουβελίκι, κορδόνι. Και να σκαλίσουν ύστερα πάνω σ΄αυτά ονόματα, πουλιά, σταυρούς, ανθρωπάκια και ότι άλλο γεννούσε η έμπνευση και δεξιοσύνη του μάστορα και παραγγελία του αφεντικού».

Από το βιβλίο του Γιώργου Αλβανού «Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου».

9.

Βασιλικά.

Αρχοντικό Γιωργαντίδη Χαράλαμπου.

…..Ο Χαράλαμπος Γιωργαντίδης ήταν ο γιατρός του χωριού δεκαετίες ολόκληρες. Από εύπορη οικογένεια , λαμπρός οικογενειάρχης ο ίδιος, γιατρός και φαρμακοποιός συνάμα – η «σπετσαρία» ( φαρμακείο ) του βρισκόταν στο ισόγειο του αρχοντικού του - άλλοτε πρόεδρος
της Κοινότητας και άλλοτε μέλος του κοινοτικού συμβουλίου. Ντυμένος πάντα άψογα (κουστούμι, γιλέκο , γραβάτα , καπέλο, μπαστούνι), με ένα γαρίφαλο μόνιμα καρφωμένο στο πέτο του σακακιού του. Αρχοντικό παρουσιαστικό ,αναγνωρισμένος επιστήμονας , ενέπνεε το σεβασμό και μόνο με την εμφάνισή του. ……

Από άρθρο του Γιώργου Αλβανού στο www.vasilika-lesvou.gr



8.

Καλλονή. 

Η οικία αυτή χτίστηκε από τον Κυριάκο Παλαιολόγο το 1930. Το έδωσε προίκα στην κόρη του Καίτη όταν αυτή παντρεύτηκε τον οδοντίατρο  Μιχάλη Βαλτά.



Η αυλόπορτα είναι μια από τις ομορφότερες της Λέσβου. Επάνω διακρίνονται τα αρχικά Κ.Π.


Η είσοδος.

7.

Αγία Παρασκευή.

Αρχοντικό Γεωργίου Λημνιού, σήμερα Δημαρχείο.



6.

Αγία Παρασκευή.

Αρχοντικό Ιωάννου Σβιντερίκου (1930).



5.

Αγία Παρασκευή.

Το μπαλκόνι με τους δράκους.
Σε αστική κατοικία του 1929.



4.

Αγία Παρασκευή.

Κατοικία του 1919. Ιδιοκτήτης: Μαρία Ραπτέλλη-Κράλλη.



3.

Αγία Παρασκευή.

Το κτίριο της λέσχης «Η Ομόνοια», που στεγάζει το εντευκτήριο του ομώνυμου συλλόγου και την αίθουσα εκδηλώσεων της Δημοτικής Ενότητας Αγίας Παρασκευής.

Αντιγράφω από το βιβλίο του γιατρού Στρατή Κράλη «Η Αγία Παρασκευή Λέσβου», Μυτιλήνη 1963. Δεν διατήρησα τον τονισμό του κειμένου.

«Σωματείον Λέσχης «Ομόνοια». Τούτο ιδρύθηκε κατά το έτος 1908 και απετελείτο από επίλεκτα μέλη της Κοινότητος. Μέχρι του έτους 1929 στεγαζόταν στο οίκημα του Ευσ. Ραπτέλλη, παραπλεύρως του Κοιν. Γραφείου. Έκτοτε δε και μέχρι σήμερα (1963) στο κτίριο του Έκτ. Χριστοφίδου. Το Διοικ. Συμβούλιον αποτελείται σήμερα από τους εξής: Ιωάν. Μανωλακήν ως Πρόεδρον, Περ. Κυριαζήν ως αντιπρόεδρον, Ευς. Χαλιόν ως γραμματέα, Π. Σαρίκαν ως ταμίαν και Ιωάν. Βασιλείου, Τ. Πατσελήν και Μιχ. Γουδήν ως μέλη».

Στο ισόγειο στεγαζόταν το κατάστημα Παναγιώτη Σαρίκα. Παντοπωλείο, όπως και στον καιρό του πατέρα του. Αργότερα  πουλούσε και "ήπια" υλικά οικοδομών (π.χ. καρφιά, στόκο...) για να μετατραπεί κάποια στιγμή από τον γιό του αποκλειστικά σε τέτοιου είδους επιχείρηση. Σήμερα είναι κλειστό. Το κτήριο είχε δύο ανεξάρτητες εισόδους για τον όροφο. Επειδή στον πάνω όροφο εκτός από το εντευκτήριο της Λέσχης στεγαζόταν ο χειμερινός κινηματογράφος. Όταν καταργήθηκε ο κινηματογράφος η σκάλα κλείστηκε και ο χώρος μετατράπηκε σε αίθουσα χορού.  Σημερινή ιδιοκτήτρια του κτιρίου είναι η κ. Νέλλη Χριστοφίδη.



2.

Αγία Παρασκευή.

Μια όμορφη κατοικία του 1923.
Οικία Στρατή και Νίτσας Χαλιού. Απέναντι από το κτήριο της Λέσχης Ομόνοια.


1. 

Αγία Παρασκευή. 

Αρχοντικό Αποστόλου Περικλέους (1895), σήμερα ιδιοκτησία Μιλτιάδη Απ. Χριστοφίδη.


Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020


ΤΑ ΣΤΟΛΙΔΙΑ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΣΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ


Τα χαντρωτά.
       Σε κάποια χωριά της Λέσβου στολίζουν τα άλογα στα πανηγύρια με μια κατηγορία στολιδιών που ονομάζονται "χαντρωτά" (φωτ.1). Αυτά είναι τα γνωστά χαλινάρια, στηθούρια και κουσκούλια στα οποία έχουν ράψει  στο δέρμα από το οποίο είναι κατασκευασμένα μικρές χρωματιστές χάντρες, ώστε να καλυφθεί όλη η επάνω επιφάνεια τους. Στα χαντρωτά ανήκει και το "λουρί" το οποίο είναι μια δερμάτινη ταινία που περιβάλει το λαιμό του ζώου. Ο ρόλος του είναι αποκλειστικά διακοσμητικός (2). Στην φωτ. 3 έχουμε ένα όμορφο, πολύ παλιό λουρί κατασκευασμένο με ιδιαίτερα ψιλές χάντρες. Τα τέσσερα αυτά τα στολίδια ενός ζώου αποτελούν όλα μαζί ένα "τακίμ χαντρωτά". Σε κάποιες περιπτώσεις είναι καλυμμένο με χάντρες και το καμουτσί. Στην κατηγορία αυτή στολιδιών ανήκουν και τα "σοσόνια" (φωτ.4 και φωτ.5). Αυτά είναι  δερμάτινα λουριά καλυμμένα με χάντρες τα οποία προσαρμόζονται σαν βραχιόλια στο κάτω μέρος των μπροστινών ποδιών του ζώου. Ένα σε κάθε πόδι, αμέσως ποιο πάνω από την οπλή του. Τα σοσόνια είναι από τα στολίδια που θα δούμε πολύ σπάνια.
      Το χαλινάρι είναι ένα σύνολο εξαρτημάτων που προσαρμόζονται στο κεφάλι του υποζυγίου προκειμένου να βοηθούν τον αναβάτη να το κατευθύνει. Αποτελείται από την "κεφαλαριά", τη "χαβιά" και τα "τραβηχτά του χαλ(ι)ναριού". (φωτ.6 και φωτ.7). 
            "Κεφαλαριά"  είναι το δερμάτινο τμήμα του χαλιναριού. Αποτελείται από τρία λουριά, όπως και το καπίστρι. Την "κεφαλουριά" και τα δυο "πλαϊνά λουριά". Σε κάποια χαλινάρια προσθέτουν άλλο ένα λουρί, την "μ’ταριά χαλινού" που έχει στερεωμένες τις άκρες του στα δυο πλαϊνά λουριά λίγο πιο πάνω από τα ρουθούνια του ζώου.
        Η "χαβιά χαλ(ι)ναριού" είναι μεταλλικό εξάρτημα στο κάτω μέρος του κεφαλιού του ζώου (φωτ. 14). Ένα τμήμα της που ονομάζεται "στομίδα" βρίσκεται μέσα στο στόμα του και το υπόλοιπο βρίσκεται έξω από αυτό πίσω από την κάτω σιαγόνα του . Όταν ο αναβάτης τραβάει τα "τραβηχτά" η στομίδα χτυπάει στο ουρανίσκο του ζώου και το αναγκάζει να σταματήσει.
        Στο κάτω μέρος του τμήματος της χαβιάς που βρίσκεται έξω από το στόμα του ζώου υπάρχουν δυο τρύπες. Μια προς τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού του ζώου και μια προς την αριστερή. Σε κάθε μια είναι δεμένο ένα δερμάτινο λουρί που καταλήγει στον αναβάτη. Τα δυο αυτά λουριά είναι τα "τραβηχτά του χαλ(ι)ναριού". Στο Πλωμάρι αλλά και σε άλλα χωριά είναι γνωστά σαν "ντερμπεγιέδες". Αν ο αναβάτης θέλει να οδηγήσει το ζώο προς τα δεξιά τραβάει το δεξί τραβηχτό, αν θέλει να το οδηγήσει στα αριστερά, τραβάει το αριστερό και αν θέλει να το σταματήσει, τραβάει και τα δυο τραβηχτά μαζί. Σε κάποια τραβηχτά εκεί, όπου ενώνονται στο πίσω μέρος τους,  κρέμεται ένα μικρό καμουτσί που ονομάζεται “καμουτσάκ”. Αυτό έχει μήκος περίπου 30 εκ. Είναι κατασκευασμένο από σπάγκο που βρίσκεται στο  εσωτερικό του  και δερμάτινα λουριά που πλέκονται γύρω από το σπάγκο.
        Στο επάνω μέρος της η χαβιά έχει δυο άλλες τρύπες μια προς την αριστερή και μια προς την δεξιά πλευρά του κεφαλιού του ζώου, όπου προσαρμόζονται τα πλαϊνά  λουριά της "κεφαλαριάς".
Στα άλογα το στηθούρι συγκρατεί τη  σέλα του αλόγου, ώστε να μη γλιστρήσει προς τα πίσω στη ράχη του. Κάποια στηθούρια αλόγων αποτελούνται από ένα δερμάτινο λουρί που περιβάλλει το στήθος του ζώου και είναι η μια του άκρη στερεωμένη στη μια πλευρά της σέλας και η άλλη άκρη του στην άλλη πλευρά της. Κάποια άλλα στηθούρια αποτελούνται από τρία λουριά (φωτ.1). Τα δυο από αυτά προσαρμόζονται το ένα στη δεξιά και το άλλο στην αριστερή πλευρά  της σέλας και συνδέονται με το τρίτο στο στήθος του ζώου. Το τρίτο αυτό λουρί κατευθύνεται ανάμεσα από τα μπροστινά πόδια του ζώου και στην κοιλιά του προσαρμόζεται στην μεσιά.
Το κουσκούλ(ι)  είναι εξάρτημα της σέλας του αλόγου (φωτ.8 και 9). Η χρησιμότητα του είναι να συγκρατεί τη σέλα, ώστε να μην γλιστρήσει προς τα εμπρός στη ράχη του. Το μπροστινό του τμήμα είναι δερμάτινο λουρί το οποίο στη συνέχεια χωρίζεται σε δυο λεπτότερα που σχηματίζουν μεταξύ τους γωνία. Το άκρο κάθε ενός από αυτά ενώνεται με το άκρο μιας κυλινδρικής δερμάτινης κατασκευής, ώστε να σχηματιστεί θηλιά. Για να προσαρμόσουν το κουσκούλ στη σέλα, περνάνε την ουρά του ζώου μέσα από τη θηλιά, ώστε αυτή να στηρίζεται στα καπούλια του στη βάση ακριβώς της ουράς. Στη συνέχεια δένουν το λουρί του μπροστινού τμήματος στη σέλα.
      Οι χάντρες ράβονται με χοντρή μισίνη επάνω στο δέρμα με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματίζουν μια πολύ μεγάλη ποικιλία χρωματιστών σχεδίων. Μισίνη είναι το πλαστικό νήμα που χρησιμοποιείται σε διάφορα είδη ψαρέματος. Στο χαλινάρι, το στηθούρι, το κουσκούλ(ι), το λουρί, τα σοσόνια και το καμουτσί του ίδιου τακιμιού υπάρχουν τα ίδια σχέδια με τα ίδια χρώματα. Τα σχέδια αυτά είτε προέρχονται από το φυτικό διάκοσμο, είτε είναι γεωμετρικά σχήματα. Σε αυτά που προέρχονται από το φυτικό διάκοσμο συναντούμε συνήθως κλαδιά με φύλλα, με καρπούς και με άνθη. Στα γεωμετρικά σχήματα κυριαρχούν οι ρόμβοι και  τα τρίγωνα. Αλλά θα συναντήσουμε και κύκλους, σταυρούς και αστέρια. Πολλές φορές  παρεμβάλλονται φυτικά σχέδια ανάμεσα στα γεωμετρικά σχήματα. Οι κατασκευαστές των χαντρωτών τα σχέδια που δημιουργούν τα αντιγράφουν από έντυπα σχέδια για κέντημα που υπάρχουν στο εμπόριο. Τα διαλέγουν οι ίδιοι ή τους δίνει ο πελάτης να αντιγράψουν κάποιο της αρεσκείας του. Ή ακόμα τους φέρνει ο πελάτης κάποιο  άλλο χαντρωτό, για να το αντιγράψουν. 
       Τα τακίμια χαντρωτών κατασκευάζονται από ειδικευμένους τεχνίτες. Αυτοί για να ράψουν τις χάντρες χρησιμοποιούν σουβλί, με το οποίο τρυπάνε το δέρμα και βελόνα στην οποία έχουν "περάσει" μισίνη. Όπως έχουμε περιγράψει σε προηγούμενες ενότητες τα χαλινάρια, τα στηθούρια, τα κουσκούλια και τα λουριά που αποτελούν το τακίμ είναι κατασκευασμένα από μακρόστενα λουριά κατάλληλα στερεωμένα μεταξύ τους. Οι χάντρες ράβονται στο κάθε ένα από αυτά τα λουριά με μια συγκεκριμένη διαδικασία. Ο τεχνίτης αρχίζει το ράψιμο από την μια άκρη του λουριού. Στην αριστερή πλευρά της άκρης αυτής τρυπάει με το σουβλί το δέρμα και περνάει μέσα στην τρύπα την μία άκρη της μισίνης από την επάνω προς την πίσω επιφάνεια του, όπου και την στερεώνει. Στην άλλη άκρη της μισίνης περνάει ένα συγκεκριμένο αριθμό χαντρών  με συγκεκριμένα χρώματα, ανοίγει με το σουβλί τρύπα στην δεξιά πλευρά του λουριού, περνάει  μέσα την άκρη της μισίνης και όταν βγει από την πίσω πλευρά του λουριού την τεντώνει. Έτσι σχηματίστηκε η πρώτη σειρά με χάντρες κάθετη στον κατά μήκος άξονα του λουριού. Στη συνέχεια ανοίγει τρύπα στην αριστερή πλευρά του δέρματος ακριβώς κάτω από εκεί που τρύπησε για την πρώτη σειρά.  Περνάει την άκρη της μισίνης και όταν προβάλει στην επάνω επιφάνεια του δέρματος την τεντώνει. Στην ελεύθερη άκρη της περνάει πάλι χάντρες και συνεχίζει με την ίδια διαδικασία σχηματίζοντας παράλληλες σειρές μέχρι την άλλη άκρη του λουριού. Οι χάντρες που περνάει κάθε φορά είναι έτσι υπολογισμένες σε αριθμό και χρώμα ώστε καθώς κατασκευάζονται οι παράλληλες αυτές σειρές ταυτόχρονα να  δημιουργούνται τα επιθυμητά σχέδια. Ο Μισογτές αφού έκανε όλη αυτή τη διαδικασία που περιγράψαμε μέχρι τώρα έραβε στη συνέχεια την μισίνη κάθε σειράς, μετά από κάθε 2-3 χάντρες  επάνω στο δέρμα χρησιμοποιώντας πάλι  μισίνη. Η τεχνική αυτή πρόσθετε πολύ χρόνο παραπάνω στην κατασκευή του χαντρωτού αλλά ήταν και πολύ χρήσιμη. Όταν σε κάποια σειρά κοβόταν η μισίνη έφευγαν από τη θέση τους μόνο οι χάντρες μεταξύ δυο ραψιμάτων. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα ραψίματα θα έφευγαν οι χάντρες όλης της σειράς.  Επί πλέον υπήρχε ο κίνδυνος να φύγει από τη θέση της η μισίνη και μαζί της οι χάντρες προηγούμενων ή επόμενων σειρών. Κάποιοι τεχνίτες δεν κάνουν αυτή την εργασία, για να είναι λιγότερος ο χρόνος κατασκευής του "τακιμιού" και συνεπώς να στοιχίζει λιγότερα χρήματα. Αφού τελειώσει το ράψιμο των χαντρών στερεώνεται στο πίσω μέρος του λουριού κετσές.
      Παρατηρώντας τα στηθούρια των χαντρωτών θα δούμε, ότι σε κάποια από αυτά, τα δυο πλαϊνά λουριά που καταλήγουν στη σέλα είναι ίσια (φωτ.1) ενώ σε κάποια άλλα έχουν μια ελαφριά διπλή καμπύλη (φωτ.10). Αυτά είναι τα «καμπυλωτά» χαντρωτά στηθούρια. Τα πρώτα «καμπυλωτά» χαντρωτά στηθούρια τα κατασκεύασε ο Θ. Μισογτές στο χωριό Νάπη της Λέσβου. Υπήρχαν ήδη καμπυλωτά στηθούρια αλλά ήταν στολισμένα με καμπαράδες, δηλαδή μεταλλικά στολίδια. Ο Μισογτές σκέφτηκε ότι θα ήταν ωραία και σαν χαντρωτά, τα κατασκεύασε και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Άρεσαν στον κόσμο και έγιναν μόδα. Βέβαια λόγω ακριβώς των καμπυλών υπήρξαν τεχνικές δυσκολίες τις οποίες βρήκε τρόπους να ξεπεράσει. Οι δυσκολίες δεν ήταν για τον Μισογτέ εμπόδιο. Ήταν η πρόκληση για να βελτιώσει τη δουλειά του και να δημιουργήσει κάτι καινούργιο. Κατείχε την τεχνική, είχε την υπομονή και κυρίως είχε το μεράκι. Ανέδειξε την τέχνη των «χαντρωτών» σε υψηλά επίπεδα τόσο τεχνικής όσο και αισθητικής. Τα τακίμια με «καμπυλωτά» στηθούρια ήταν ακριβότερα από τα τακίμια με απλά στηθούρια.
      Στο χωριό Αγία Παρασκευή υπάρχουν δυο τακίμια χαντρωτά κατασκευασμένα με διαφορετική τεχνική. Είναι "πλεκτά" (φωτ.11,12,13,14,15). Εδώ οι χάντρες δεν ράβονται επάνω στο δέρμα. Είναι "πλεγμένες" με το βελονάκι όπως ακριβώς πλέκονται με το βελονάκι οι δαντέλες. Για κάθε λουρί από το οποίο αποτελείται το χαντρωτό πρώτα πλέκονται οι χάντρες και μετά το πλεκτό που κατασκευάζεται στερεώνεται στο δέρμα. Πριν το πλέξιμο παίρνουν ένα πολύ ψιλό σύρμα, από εκείνα που υπάρχουν στο εσωτερικό κάποιων ηλεκτρικών καλωδίων. Διπλώνοντας την μια άκρη του στερεώνουν εκεί την μια άκρη του κατάλληλου για το πλέξιμο νήματος.  Περνούν στο σύρμα και στη συνέχεια στο νήμα μια-μια όλες τις χάντρες από τις οποίες αποτελείται ολόκληρο  το πλεκτό του λουριού. Όσο εξελίσσεται αυτή η εργασία τυλίγουν σε κουβάρι το νήμα στο οποίο έχουν ήδη περαστεί χάντρες.  Όταν περαστούν όλες αρχίζουν το πλέξιμο με το βελονάκι. Οι χάντρες είναι μετρημένες με μεγάλη ακρίβεια και περασμένες με την κατάλληλη σειρά  στο νήμα έτσι ώστε με το πλέξιμο να σχηματιστούν τα σχέδια που έχουν επιλέξει.
    Για να κατασκευαστεί ένα τακίμ χαντρωτών απαιτούνταν περίπου ένας μήνας δουλειάς. Ασφαλώς αυτό είχε σαν συνέπεια να είναι μεγάλο το κόστος τους. Ο Θανάσης Μισογτές έχει στείλει χαντρωτά σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού (Κρήτη, Β. Ελλάδα).
       Υπάρχουν κάποια καπίστρια κατασκευασμένα από ψιλό σκοινί και σχετικά μεγάλες χάντρες «περαστές» σε αυτό (φωτ.16,17,18,19,20). Εκτός από τις χάντρες συνήθως η διακόσμηση τους συμπληρώνεται με μπουφάκια, ενώ σε μερικά συναντούμε ενσωματωμένα καθρεφτάκια. Τα βάζουν στα ζώα σαν δεύτερο καπίστρι και ο ρόλος τους είναι αποκλειστικά διακοσμητικός. Κάποια από αυτά είναι ιδιαιτέρως καλαίσθητα. Γνωρίζουμε συγκεκριμένα καπίστρια αυτού του είδους που έχουν κατασκευαστεί από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες των ζώων τους. Δεν έχουμε πληροφορίες αν υπήρχαν κάποιοι που τα κατασκεύαζαν και επαγγελματικά.
    Κάποια τακίμια δεν είναι στολισμένα με χάντρες αλλά με μεταλλικά ελάσματα τα οποία στερεώνονται επάνω στο δέρμα. Τα ελάσματα αυτά ονομάζονται καμπαράδες. Οι παλιοί ήταν μπρούτζινοι ενώ οι νεότεροι είναι κατασκευασμένοι από ανοξείδωτο μέταλλο.
        Ο  Θανάσης Μισογτές (φωτ.21) γεννήθηκε το 1943 στο χωριό Νάπη της Λέσβου και πέθανε το 2003. Κατασκεύαζε "χαντρωτά" μέχρι το 2001.Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης (υποδηματοποιός). Έμαθε και ο ίδιος την τέχνη του υποδηματοποιού. Παράλληλα έφτιαχνε λουριά για τα κουδούνια που κρεμούν στο λαιμό των προβάτων, καπίστρια καθημερινής χρήσης, καπλουδέτες κ.λ.π. «Στην συνέχεια άρχισε να επισκευάζει σαμάρια (αλλαγές στα δέρματα, κιτσέδες, πλανέτες). Δηλαδή ακόμα και εκτεταμένες επιδιορθώσεις. Έπαιρνε ένα παλιοσάμαρο και το έκανε καινούργιο. Βέβαια είχε και τον αντίστοιχο πόλεμο από τους σαμαράδες. Παράλληλα με αυτό άρχισε να εξελίσσει και την τέχνη του χαντρωτού αλλά και των τακιμιών με καμπαράδες. Κάποιες φορές έβαζε πάνω και μεταλλικά από Τουρκία (σ.σ. εννοεί καμπαράδες από Τουρκία). Τα στηθούρια ήταν καμπυλωτά (όπως τα χαντρωτά) αλλά με μεταλλικά στολίδια (σ.σ. στα τακίμια με καμπαράδες). Έφτιαχνε και σέλες. Έπαιρνε παλιούς σκελετούς ( στρατιωτικούς συνήθως) και τους έφτιαχνε. Επίσης όλα αυτά είχαν ραφές στο χέρι (όχι μηχανής). Ο πατέρας μου δεν χρησιμοποιούσε κανένα μηχανικό μέσο. Ακόμα και τον σπάγκο τον έφτιαχνε όσο χοντρό ήθελε και μετά τον κέρωνε με φυσικό κερί για πιο πολύ αντοχή. Και φυσικά παράλληλα ελιές και πρόβατα και πιο παλιά μεροκάματο στο ζευγάρισμα με άλογα, θερίσματα, αλωνίσματα κλπ. Ήξερε και την τέχνη του ηλεκτρολόγου παρεμπιπτόντως». Στις φωτ. 22,23 και 24 βλέπουμε λουρί, σουσκούλ(ι) και στηθούρ(ι) κατασκευασμένα από τον Θ. Μισογτέ. Είναι και τα τρία από το ίδιο τακίμ. Στη φωτ. 25 βλέπουμε καπλουδέτ κατασκευασμένο από τον Μισογτέ.
Η λέξη καπλουδέτ’ς (ο) ή καπλουδέκς (ο) κατά τη Μεσοτοπίτικη διάλεκτο  είναι σύνθετη λέξη από το καπούλια + δέτης. Καπούλια είναι τα οπίσθια των μεγάλων τετραπόδων. Πρόκειται για δερμάτινο κάλυμμα στο επάνω μέρος των  οπισθίων των ζώων (φωτ.20). Προσαρμόζεται στο σαμάρι του ζώου και χρησιμεύει στο να συγκρατεί το σαμάρι να μη γλιστρήσει προς τα εμπρός στη ράχη του.


Νικόλαος Α. Μισογτές, γιός του Θανάση Μισογτέ.




φωτ.1    Άλογο στολισμένο με χαντρωτά.





φωτ.2   Άλογο στολισμένο με χαντρωτά. Διακρίνεται το λουρί στο λαιμό του. 




φωτ.3    Λουρί.






φωτ.4     Σοσόνι.




φωτ.5     Σοσόνι.






φωτ.6    Άλογο στολισμένο με τακίμ χαντρωτών. Διακρίνονται τα "τραβηχτά του χαλ(ι)ναριού".





φωτ.7    Άλογο στολισμένο με χαντρωτά.





φωτ. 8    Κουσκούλι.





φωτ.9      Κουσκούλι.





φωτ. 10    «Καμπυλωτό» χαντρωτό στηθούρι.





φωτ.11   «Πλεκτό» χαντρωτό στηθούρι.





φωτ. 12    «Πλεκτό» χαντρωτό χαλινάρι, λουρί και τραβηχτά.







φωτ. 13  «Πλεκτό» χαντρωτό στηθούρι.


φωτ. 14     «Πλεκτό» χαντρωτό χαλινάρι, λουρί και τραβηχτά.






φωτ. 15     «Πλεκτό» κουσκούλι.


φωτ. 16   Καπίστρι κατασκευασμένο από ψιλό σκοινί και σχετικά μεγάλες «περαστές» χάντρες. 



φωτ.17    Καπίστρι κατασκευασμένο από ψιλό σκοινί και σχετικά μεγάλες «περαστές» χάντρες. 





φωτ.18   Το καπίστρι της φωτογραφίας 17 στο κεφάλι γαϊδουριού. 





φωτ. 19   Καπίστρι κατασκευασμένο από ψιλό σκοινί και σχετικά μεγάλες «περαστές» χάντρες. 





φωτ. 20    Καπίστρι κατασκευασμένο από ψιλό σκοινί και σχετικά μεγάλες «περαστές» χάντρες. Φαίνονται οι θέσεις όπου ήταν προσαρτημένα έξη στρογγυλά καθρεφτάκια.







φωτ.21       Ο  Θανάσης Μισογτές.





φωτ. 22      Χαντρωτό λουρί κατασκευασμένο από τον Θανάση Μισογτέ.




        φωτ.23        Χαντρωτό κουσκούλι  κατασκευασμένο από τον Θανάση Μισογτέ.




φωτ.24      Χαντρωτό στηθούρι κατασκευασμένο από τον Θανάση Μισογτέ.




               φωτ.25.  Χαντρωτός καπλουδέτης κατασκευασμένος από τον Θανάση Μισογτέ.