Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016




                                                 Το Μουσείο Ελιάς Κυκλάδων
                                       

       Στην Άνδρο το δένδρο της ελιάς ονομάζεται το «λάινο» και η αγριελιά ο «κόσινας» ή το «κοσίνι». Το λάινο προέρχεται από το ομηρικό «ελάινο», που είναι το ξύλο της ελιάς και το κοσίνι προέρχεται από τον «κότινο», που είναι το στεφάνι από αγριελιά, έπαθλο των αγώνων. Η επιβίωση αυτών των δύο λέξεων μαζί στην Άνδρο κάνουν την ασήμαντη, κατά τα άλλα, καλλιέργεια της ελιάς στο νησί να είναι εξαιρετικά σημαντική για την συνέχεια του πολιτισμού μας. 
      Η καλλιέργεια της ελιάς στην Άνδρο ήταν πάντα μικρή και κάλυπτε μόνο της ανάγκες διατροφής των κατοίκων. Όταν κάποιες χρονιές υπήρχε μεγάλη «λαδιά» γίνονταν εξαγωγή αλλά σε πολύ μικρές ποσότητες. Για την κατεργασία του καρπού της ελιάς υπήρχαν 84 ζωοκίνητα ελαιοτριβεία τα οποία ονόμαζαν «λιοτρίβεια» οι «βίδες» εξαιτίας της σιδερένιας βίδας του ελαιοπιεστηρίου. Πολλές από αυτές τις οικοτεχνικές μονάδες λειτουργούσαν μέχρι την δεκαετία του ’60 και εξυπηρετούσαν την μικρή τοπική αγορά. Ο οικισμός Πιτροφός είχε 4 βίδες. Μια από της 4 αυτές, στον Άνω Πιτροφό  μετατράπηκε στο Μουσείο Ελιάς Κυκλάδων.
     Το διώροφο κτίριο του μουσείου αποτελεί εξαίρετο δείγμα αγροτικής κληρονομιάς, προβιομηχανικής τεχνολογίας και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Ευρίσκεται μέσα στον οικισμό Άνω Πιτροφός, επί της πανέμορφης πεζοπορικής διαδρομής με αριθμό 9 (η λεγόμενη «φαρδιά στράτα» που διέσχιζε κατά μήκος το νησί). Είναι προσβάσιμο και με αυτοκίνητο. Σημαντικό τμήμα του ισογείου, του «κατωγιού», αποτελούσε το λιοτρίβι (φωτ.1)
φωτ.1 Άποψη του εσωτερικού της βίδας
ενώ στον όροφο αναπτύσσεται η κατοικία του «βιδάτορα» ή «λιοτριβιάρη. Στοιχεία που μελετήθηκαν (τρία βόλια, δύο πλάκες αλέσματος, δύο ξύλινοι εργάτες, αλλά και άλλα κατασκευαστικά στοιχεία του κτιρίου) αποδεικνύουν ότι η ηλικία του φθάνει περίπου το 1600 που θεωρείται σαν έτος έναρξης δημιουργίας του οικισμού Πιτροφός. Είναι γνωστό με την επωνυμία «Δεσποτικόν» καθώς το 1823 στην κατοικία έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο εκ Πιτροφού καταγόμενος και συγγενής των τότε ιδιοκτητών μητροπολίτης Βάρνης (πόλη της σημερινής Βουλγαρίας) Φιλόθεος Καρκάκης. Το 1955 η Διαμάντω, χήρα τότε του Σταμάτη Μηλέου, το πούλησε στο Μιλτιάδη Γονέο, ναυτικό, ο οποίος το λειτούργησε μέχρι το θάνατο του το Γενάρη του 1963. Η χήρα του, Ελισάβετ Γονέου συνέχισε για 4 ακόμα χρόνια τη λειτουργία του λιοτριβιού έως το 1967, οπότε διεκόπη οριστικά. Έκτοτε ο χώρος χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη από συγγενικά της πρόσωπα. Το 1997 ολόκληρο το κτίριο (κατοικία και λιοτρίβι) αγοράστηκε από τον Ανδριώτη πολιτικό μηχανικό Δημήτρη Χέλμη ο οποίος κατάγεται από τον Πιτροφό.
      Ο Δ. Χέλμης διαμόρφωσε το ισόγειο όπου βρίσκεται το παλαιό λιοτρίβι που διασώζει ολόκληρο τον εξοπλισμό του σε επισκέψιμο μουσειακό χώρο ως Μουσείο Ελιάς Κυκλάδων. Ο επισκέπτης σήμερα μπορεί να δει από κοντά ένα τυπικό δείγμα μιας καλά σωζόμενης μικρής προβιομηχανικής τεχνολογίας ελαιοπαραγωγική μονάδα. Παρακολουθώντας σχετικό βίντεο από την διαδικασία της ζωοκίνητης λιοτρίβισης που έγινε στο χώρο του μουσείου το έτος 2000 μπορεί να γνωρίσει καλύτερα τη λειτουργία μιας παραδοσιακής μορφής οικοτεχνίας.
       
φωτ.2 Ο μύλος
      Για να αλέσουν τις ελιές τις έριχναν στην «πλάκα», μια επίπεδη στρογγυλή πέτρα η οποία περιβαλλόταν από μεταλλικό έλασμα ώστε να σχηματιστεί ρηχή λεκάνη (φωτ. 2). Επάνω στην πλάκα περιστρεφόταν μυλόπετρα που είχε σχήμα κόλουρου κώνου και ονομαζόταν «βόλι». Στο κέντρο της πλάκας υπάρχει σταθεροποιημένος κατακόρυφος μεταλλικός άξονας. Το βόλι μαζί με το ξύλινο πλαίσιο που το περιβάλει περιστρεφόταν γύρω από αυτόν τον άξονα ο οποίος όμως ήταν ακίνητος. Ο ελαιοπολτός το «χαμούρι» στον οποίο μετατρέπονταν οι ελιές με την άλεση συμπιεζόταν στη «βίδα» για να βγει το λάδι. Εδώ έχουμε μια μεταλλική βίδα (φωτ.3) που έχει κατασκευαστεί στο ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΕΙΟΝ. Σ.Ν.
φωτ.3 Η βίδα
ΠΕΡΑΚΗ. ΕΝ ΠΕΙΡΑΙΕΙ (φωτ.4).
Με τον εργάτη αυξανόταν η πίεση που ασκούσε η βίδα στις αλεσμένες ελιές (φωτ. 5).
φωτ.4  Το μηχανουργείο κατασκευής της βίδας
φωτ.5  Ο εργάτης
        Δίπλα στον μύλο με μια πλατιά πέτρα προσαρμοσμένη σε κατακόρυφη θέση στη γωνία μεταξύ δυο τοίχων σχηματίζεται χώρος που ονομάζεται "αμπάρι". Εδώ, έριχναν χύμα τις ελιές που έφερνε ο παραγωγός για να αλεστούν. Στη συνέχεια τις μετέφεραν λίγες-λίγες με το "καυκί" στον μύλο. Υπάρχουν δυο τέτοια αμπάρια.  Παλιότερα στις βίδες της Άνδρου μετρούσαν το λάδι με το μικρό
φωτ.6  Το αμπάρι
και το μεγάλο  "μπότη". Τα δυο αυτά δοχεία ήταν πήλινα και είχαν το ίδιο σχήμα αλλά διαφορετικό μέγεθος. Ο μικρός "μπότης" (φωτ.7) χωρούσε 1,5 οκά λάδι ενώ ο μεγάλος 3 οκάδες. Αργότερα  χρησιμοποιούσαν την "οκά" (φωτ.8) η οποία χωρούσε μια οκά λάδι και
φωτ.7  Ο μικρός μπότης
την "μισή οκά" η οποία χωρούσε μισή οκά λάδι. Και τα δυο ήταν  μεταλλικά είχαν το ίδιο
   φωτ.8    Η οκά
σχήμα αλλά φυσικά η μισή οκά ήταν μικρότερη σε μέγεθος.

 
φωτ.9      Άποψη από το σωτεριό της βίδας


Το μουσείο στο διαδίκτυο: www.musioelias.gr
Τομουσείο στο facebook: https://www.facebook.com/groups/133192825561/

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Τα καπίστρια και οι καπιστράδες της Λέσβου.




                                               



                                                       Οι μυτιληνιές "μταριές"

      Το καπίστρι είναι εξάρτημα που προσαρμόζεται στο κεφάλι υποζυγίου, για να βοηθάει τον αναβάτη να το ελέγχει όταν το ιππεύει (φωτ. 1). Αλλά και για να το αναγκάζει να τον ακολουθεί, όταν περπατά, ή και να το δένει σε σταθερό σημείο, για να μην απομακρυνθεί, όταν αυτός ασχολείται με άλλη εργασία. Τα καπίστρια τα κατασκευάζουν εξειδικευμένοι τεχνίτες που ονομάζονται καπιστράδες. Οι ίδιοι τεχνίτες κατασκευάζουν και τους καπλουδέτες, τις πστιές, τις μισιές και τα στηθούρια, όλα εξαρτήματα που χρειάζονται, για να στερεωθεί το σαμάρι ή η σέλα στη ράχη του ζώου.
φωτ.1  Στολισμένο καπίστρι

        Παλιότερα το καπίστρι που χρησιμοποιούνταν στη Λέσβο ήταν "του μυτιληνιό καπίστρ". Αυτό σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκε και εδώ και μερικές δεκαετίες χρησιμοποιείται  "του χιώτκου καπίστρ". Στις μέρες μας το χιώτικο καπίστρι το ονομάζουν στη Λέσβο "αλσυδένιου καπίστρ". Και στους  δυο τύπους το κάθε καπίστρι αποτελείται  από τρία λουριά: την κεφαλουριά και τα δυο πλαϊνά λουριά.   Εκτός  από αυτά τα τρία λουριά το  "μυτιληνιό" καπίστρι ολοκληρώνεται με την  "μταριά", ενώ  στο χιώτικο στη θέση της "μταριάς" υπάρχει η "χιώτʼσα αλσίδα".
        Η "κεφαλουριά" είναι ένα οριζόντιο λουρί στο κούτελο του ζώου από την αριστερή μέχρι τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού του.  Κάθε ένα από τα δυο του άκρα είναι ραμμένο σε ένα από τα δυο πλαϊνά λουριά του καπιστριού. Στο μέσον του είναι στερεωμένο το "φεγγάρι" (φωτ.1).
         Τα δυο πλαϊνά λουριά βρίσκονται το ένα  στην αριστερή και το άλλο στην δεξιά πλευρά του κεφαλιού του ζώου. Το αριστερό, όπως βλέπουμε από μπροστά το ζώο, πλαϊνό λουρί  λέγεται "μεγάλο λουρί". Το κάτω άκρο του συνδέεται λίγο πιο πάνω από το στόμα του ζώου με την αριστερή πλευρά της μταριάς, προχωράει στο πλάϊ του κεφαλιού του και στο ύψος του κούτελου του ζώου είναι ραμμένη επάνω του η "κεφαλουριά".  Στο επάνω μέρος του κεφαλιού του ζώου συνδέεται με λαγάρα με το δεξί πλαϊνό λουρί. Συνεχίζει στην δεξιά πλευρά του λαιμού του, περνάει κάτω από το λαιμό  και  στην αριστερή πλευρά του λαιμού συνδέεται με "χαρταλάμ διπλό" με το δεξιό πλαϊνό λουρί. Το χαρταλάμ αυτό είναι προσαρμοσμένο στην άκρη του μεγάλου λουριού. Χαρταλάμ είναι η πόρπη.
     Το δεξί, όπως βλέπουμε από μπροστά το ζώο πλαϊνό λουρί λέγεται "μικρό λουρί".  Το κάτω άκρο του συνδέεται με τη δεξιά πλευρά της μταριάς, προχωράει στο πλάϊ του κεφαλιού του ζώου και στο ύψος του κούτελου του είναι ραμμένη  η κεφαλουριά. Στο επάνω μέρος του κεφαλιού του συνδέεται με λαγάρα με το μεγάλο λουρί, συνεχίζει στην αριστερή πλευρά του λαιμού του ζώου, όπου συνδέεται με "διπλό χαρταλάμ" με το μεγάλο πλαϊνό λουρί. Στα άλογα το "μεγάλο λουρί" έχει μήκος 110 εκ. και το μικρό 80 εκ. Στα γαϊδούρια το μεγάλο έχει μήκος 105 εκ. και το μικρό 70 εκ. Στα μυτιληνιά καπίστρια το κάθε λουρί αποτελούνταν από δυο δέρματα το ένα επάνω στο άλλο  ραμμένα μεταξύ τους, γιʼ αυτό τα έλεγαν "διπλά καπίστρια".      

Η "μταριά".
φωτ. 2   Μταριά σε μυτιληνιό καπίστρι

         Η  "μταριά" είναι ένα μακρόστενο μεταλλικό στέλεχος με μικρότερο πλάτος στο μέσον του και μεγαλύτερο   στα άκρα του (φωτ. 2). Είναι  καμπυλωμένο για να προσαρμόζεται στο ρύγχος  του ζώου λίγο πιο πάνω από τα ρουθούνια του. Αποτελείται από ένα πλατύ μικρού πάχους τμήμα στο μέσον  και σε όλο το μήκος του οποίου  υπάρχει διάζωμα πολύ μεγαλύτερου πάχους. Το διάζωμα αυτό δίνει την αντοχή στη "μταριά".  Έχει μεγαλύτερο μήκος από το πλατύ τμήμα και προεξέχει  από τις δυο πλευρές του. Στην κάθε προεξοχή υπάρχει κατακόρυφη τρύπα. Σε κάθε μια από αυτές προσαρμόζονται δυο διαδοχικά μακρόστενα "κριτσέλια" (χαλκάδες) (φωτ.3). Το ένα "κριτσέλ" προσαρμόζεται στη
φωτ. 3 Η αρματωσιά της μταριάς

"μταριά"   ενώ το άλλο  στο χαλκά που υπάρχει στο άκρο του καθενός  από τα δυο πλαϊνά λουριά του καπιστριού. Κατ' αυτόν τον τρόπο συνδέεται η "μταριά" με το καπίστρι. Από το πρώτο "κριτσέλ" κρέμονται δυο "καϊναμάδις" και από το δεύτερο ένας. Ο κάθε "καϊναμάς" αποτελείται από ένα μεταλλικό μακρόστενο χαλκά που ονομάζεται "μάνα" και τρεις  μικρούς  στρογγυλούς μεταλλικούς χαλκάδες (χαλκαδέλια ψλά) που κρέμονται από αυτή. Τα δυο διαδοχικά κριτσέλια μαζί με τους  καϊναμάδες  ονομάζονται "αρματωσιά της μταριάς". Η "μάνα" και τα "ψλά χαλκαδέλια" είναι κατασκευασμένα από σιδερένια βέργα. Στο εμπόριο οι βέργες αυτές ήταν κυλινδρικές. Πριν χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή καϊναμάδων, είχαν σφυρηλατηθεί,  για να γίνουν τετράπλευρες και μετά είχαν "στρουμπλιχτεί",  δηλαδή είχαν περιστραφεί γύρω από τον άξονα τους, ώστε να πάρουν ελικοειδές σχήμα. Τα δυο άκρα της μάνας έχουν συγκολληθεί μεταξύ τους, ενώ στα "ψλα χαλκαδέλια" όχι. Για να συγκολληθούν μεταξύ τους τα δυο άκρα τα έφερναν κοντά το ένα με το άλλο, έβαζαν γύρω-γύρω λίγο μπρούτζο, βουτούσαν την περιοχή αυτή σε άσπρη σκόνη βόρακα και με τη "μασά" έβαζαν τη μάνα στο φυσερό όπου έλιωνε ο μπρούτζος, και έτσι κολλούσαν. Ο βόρακας βοηθούσε να λιώνει πιο εύκολα ο μπρούτζος. "Πιάναμι τ' μταριά μιτ μασά κι τ' βάζαμι στου φυσιρό, ανέλι (έλιωνε) η μπρούτζους κι κόλλα (κολούσε)".
     Υπήρχαν και μταριές χωρίς "καϊναμάδες". Ο Μανώλης Γεωργής, ο οποίος ήταν καπιστράς στο Πλωμάρι  παράγγελνε στην Αγιάσο  π.χ. 4 μταριές με "καϊναμάδες" και 4 χωρίς "καϊναμάδες".
φωτ. 4 Τμήμα καλουπιού με το οποίο
 κατασκεύαζαν
μπρούτζινες μταριές
       Οι μταριές είναι δυο ειδών. Οι μπρούτζινες και οι σιδερένιες. Τις κατασκεύαζαν οι τοπικοί σιδεράδες. Ο τρόπος κατασκευής για κάθε είδος ήταν διαφορετικός. Οι μπρούτζινες ήταν χυτές, ενώ οι σιδερένιες σφυρήλατες. Για να κατασκευάσουν τις μπρούτζινες μταριές, χρησιμοποιούσαν σιδερένια καλούπια τα οποία είχαν κατασκευάσει οι ίδιοι οι σιδεράδες που έκαναν τις μταριές. Το κάθε καλούπι αποτελείται από δυο τμήματα (φωτ. 4 και 5). Έλιωναν μπρούτζο μέσα στον "αμπουτά"
και τον έχυναν στα  καλούπια. Ο τελευταίος σιδεράς που κατασκεύαζε μταριές στη Λέσβο ήταν ο Φίλιππος Ρουγκέλλης στην Αγιάσο. Δεν υπάρχουν πληροφορίες, αλλά το λογικότερο είναι ότι παλιότερα τις κατασκεύαζαν και σε άλλα χωριά ή και στη Μυτιλήνη.    Τους "καϊναμάδες" δεν τους έβαζαν στο καπίστρι σαν στολίδι ούτε και η θέση τους δίπλα στα ρουθούνια του ζώου ήταν τυχαία.  Όταν το ζώο περπατούσε οι καϊναμάδες συγκρούονταν μεταξύ τους και με τον θόρυβο που έκαναν δεν πήγαιναν οι μύγες στα ρουθούνια του. Αλλά και όταν δεν περπατούσε το ζώο, πάλι έκαναν θόρυβο αφού "του ζω μόλις ακούς μύγια κνεί του κιφάλι τʼ". Άλλη μια
φωτ. 5  Τμήμα καλουπιού με το οποίο
 κατασκεύαζαν μπρούτζινες μταριές

χρησιμότητα τους ήταν ότι με τον ήχο που έκαναν δεν άφηναν το κουρασμένο ζώο να αποκοιμηθεί καθώς περπατούσε.
     Τις μταριές τις στόλιζαν με πλωμιά. Τα πλωμιά είναι απλά γραμμικά σχέδια τα οποία δημιουργούσαν οι σιδεράδες με ευθείες η καμπύλες γραμμές που επαναλαμβάνονταν και  συνδυάζονταν μεταξύ τους. Τις γραμμές αυτές είτε τις χάραζαν  με το "πριακόνʼ" (φωτ.6) αφού πρώτα  "δέναν" τη μταριά, δηλαδή τη στερέωναν στη μόρσα, είτε τις "χτυπούσαν" με ζουμπαδέλια και σκαρπελάκια. "Πριακόνʼ" ονομάζει ο Φίλιππος Ρουγκέλλης την μικρή τριγωνική λίμα. Η μόρσα είναι μέγγενη στερεωμένη στον πάγκο του σιδερά. Το ζουμπαδέλ είναι ένα μεταλλικό στέλεχος μήκους 10 περίπου εκατοστών. Στην οριζόντια επιφάνεια του ενός άκρου του δημιουργούσαν ανάγλυφα απλά σχέδια έτσι, ώστε, όταν το τοποθετούσε  κάποιος κατακόρυφα με την άκρη αυτή επάνω σε μέταλλο και χτυπούσε με το σφυρί την άλλη του άκρη,  να χαραχθεί στο  μέταλλο το αποτύπωμα αυτού του σχεδίου. Κάποια ζουμπαδέλια είχαν στο κάτω μέρος ανάγλυφο "αστρέλ" το οποίο "χτυπούσαν" στη μταριά.  Σε κάποια άλλα κυπαρίσσι (φωτ.7). Άλλα συνηθισμένα σχήματα που "χτυπούσαν" ήταν μικρά τετράγωνα και μικροί ρόμβοι (φωτ.8).  Ο Φίλιππος Ρουγκέλλης
φωτ.6   Διακοσμητικές γραμμές χαραγμένες
 με το "πριακόν" στο διάζωμα μταριάς

θυμάται ότι "μι ζουμπαδέλ μπροστά κφό στόλζουμ μταριές". Ένα πολύ συνηθισμένο σχέδιο στις μταριές είναι δυο ομόκεντροι κύκλοι με ένα μικρό βύθισμα στο κέντρο τους (φωτ.9). Τους δυο ομόκεντρους κύκλους τους έκαναν "χτυπώντας" το μέταλλο με δυο "ζουμπαδέλια κφά μπροστά" με διαφορετική διάμετρο το κάθε ένα και το μικρό βύθισμα με ζουμπαδέλ με κωνικό το άκρο του.  Στο "κφό μπροστά ζουμπαδέλ" η μια άκρη  είναι διαμορφωμένη σε κύλινδρο. Σε μια μόνο μταριά συναντήσαμε απεικόνιση ψαριού με δυο διαφορετικούς τρόπους (φωτ. 10 και 11).
         Το "σκαρπελάκ" (μικρό σκαρπέλο) είναι ατσάλινο μεταλλικό στέλεχος μήκους 10 εκατοστών περίπου με πλατιά και κοφτερή τη μία άκρη. Σε άλλα σκαρπελάκια η άκρη αυτή είναι ευθεία και σε
φωτ. 7  Διακοσμητικό κυπαρίσσι
"χτυπημένο" με ζουμπαδέλ σε μταριά


άλλα καμπύλη. "Χτυπώντας" τη μταριά με το "σκαρπελάκ" σχηματίζονταν μικρές ευθείες ή καμπύλες γραμμές. Επαναλαμβάνοντας και συνδυάζοντας τις γραμμές αυτές δημιουργούσαν κάποια γραμμικά σχέδια. Πάλι ο Φίλιππος Ρουγκέλλης μας πληροφορεί ότι "έκαναν κυπαρίσ μι σκαρπελάκ". Δηλαδή κάποια κυπαρίσσια τα έκαναν με σκαρπελάκια. Έκαναν αστράκια χρησιμοποιώντας "σκαρπελάκ" για τις ακτίνες και ζουμπαδέλ για το βύθισμα στο κέντρο (φωτ.6).Τόσο τα σκαρπελάκια όσο και τα ζουμπαδέλια δεν ήταν βιομηχανοποιημένα προϊόντα. Τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι σιδεράδες. Γιʼ αυτό δεν είναι τυποποιημένες οι διαστάσεις των εργαλείων αυτών αλλά ούτε και τα σχέδια που αποτύπωναν επάνω στη μταριά.
     
φωτ. 8 Τετράγωνα και ρόμβοι
 "χτυπημένοι" με ζουμπαδέλ σε μταριά
 

 Τις σιδερένιες "μταριές"  τις κατασκεύαζαν σφυρηλατώντας το σίδερο (φωτ.12). Ο σιδεράς έπαιρνε ένα κομμάτι σιδερένιο έλασμα, που είχε μήκος όσο το μήκος της "μταριάς" που θα κατασκεύαζε και το κατάλληλο πάχος. Το ζέσταινε στο φυσερό και το τοποθετούσε στο αμόνι. Στη συνέχεια τοποθετούσε επάνω του και λίγο δεξιότερα από τον κατά μήκος άξονα του ένα ατσάλινο παραλληλεπίπεδο που ονομάζεται  "μπασκί". Χτυπούσε το "μπασκί" με τη βαριά. Όσο το χτυπούσε τόσο το έλασμα στη περιοχή  που καλυπτόταν από το μπασκί γινόταν λεπτότερο.  Στη συνέχεια έβαζε το μπασκί λίγο αριστερότερα από τον κατά μήκος άξονα του ελάσματος, το χτυπούσε πάλι με τη βαριά και το έλασμα γινόταν λεπτότερο και σε αυτή την περιοχή. Αυτή η διαδικασία λεγόταν "χαράκουμα" του μετάλλου και είχε σαν αποτέλεσμα να σχηματιστεί στο μέσον του ελάσματος και σε όλο το μήκος του μια ταινία με το αρχικό του πάχος ενώ αριστερά και δεξιά της ταινίας αυτής το έλασμα να έχει μικρότερο πάχος. Έτσι δημιουργούνταν και στις σιδερένιες μταριές

φωτ.9  Ομόκεντροι κύκλοι με μικρό βύθισμα
στο κέντρο τους "χτυπημένοι" με ζουμπαδέλ σε μταριά



το διάζωμα που υπήρχε και στις μπρούτζινες. Ακολουθούσε το "άνοιγμα" του μετάλλου. Το
"άνοιγμα" γινόταν με ένα σφυρί που λεγόταν "ναρί". Η μια πλευρά της κεφαλής του σφυριού αυτού ήταν πλατιά  και η άλλη στενόμακρη. Χτυπώντας σιγά-σιγά με την στενόμακρη πλευρά το έλασμα από την μια και από την άλλη πλευρά του διαζώματος το έκαναν όσο πλατύ και λεπτό χρειαζόταν.  "Κάναμι του χαράκουμα μι μπασκί κι βαριά να γίν σκιλιτός, μετά ανοίγαμί ντου μη του ναρί στου αμόν". Όλα αυτά γίνονταν στο αμόνι. Στη συνέχεια το έβαζαν στη μόρσα και το καμπύλωναν. Η διακόσμηση στις σιδερένιες μταριές είναι ποιο απλή γιατί το σίδερο είναι σκληρό και δεν είναι κατάλληλο για «χτυπητά» πλωμιά. Εδώ χρησιμοποιούσαν σκαρπελάκια και κωνικά ζουμπαδέλια (φωτ. 12 και 13). Για να συμπληρώσουν την διακόσμηση, σε κάποιες σιδερένιες μταριές τοποθετούσαν στο διάζωμα ένθετες μπρούτζινες ταινίες (φωτ. 13).

φωτ. 10  Διακοσμητικό ψάρι "χτυπημένο"
 με ζουμπαδέλ σε μταριά
 Σε κάθε πλευρά της μταριάς, εκεί που προεξέχει το διάζωμα υπάρχει δεμένο το ένα άκρο λαγάρας (φωτ.2).  Το άλλο άκρο κάθε λαγάρας περνάει ανάμεσα από τα δυο δέρματα του αντίστοιχου πλαϊνού λουριού σε κάποιο σημείο πιο πάνω από τη μταριά. Στο σημείο αυτό ο καπιστράς είχε φροντίσει να αφήσει κενό, όταν έραβε τα δυο λουριά μεταξύ τους. Οι δυο αυτές λαγάρες συγκρατούσαν τη μταριά σε οριζόντια θέση και δεν την άφηναν να πέσει προς τα κάτω επάνω στα ρουθούνια του ζώου. Ο ιδιοκτήτης του ζώου μπορούσε να μικραίνει ή να μεγαλώνει το μήκος τους τραβώντας ή χαλαρώνοντας το άκρο τους εκείνο που είχε περάσει ανάμεσα από τα πλαϊνά λουριά. Έτσι μετακινούσε τη μταριά και την προσάρμοζε  στο δικό του ζώο. Μετά έδενε κόμπο σε κατάλληλη απόσταση από το ελεύθερο άκρο της λαγάρας, ώστε να μην χωράει ο κόμπος να περάσει  από το κενό ανάμεσα στα λουριά και να φύγει  από τη θέση της. Στα στολισμένα καπίστρια υπήρχαν "περαστές χάντρες" στις δυο αυτές λαγάρες (φωτ.1).  
                                                                        

  Η "χιώτʼσα αλσίδα"  
φωτ. 11 Διακοσμητικό ψάρι  "χτυπημένο"
 με ζουμπαδέλ σε μταριά
       Στα χιώτικα καπίστρια στο κάτω άκρο κάθε ενός από τα δυο "πλαϊνά λουριά" υπάρχει στερεωμένο "διπλό χαρταλάμ" στο κάτω άκρο πάλι του οποίου υπάρχει χαλκάς (φωτ.1). Έτσι σε κάθε πλευρά του κεφαλιού του ζώου λίγο πιο πάνω από το στόμα του υπάρχει  ένας  χαλκάς. Οι δυο αυτοί χαλκάδες συνδέονται μεταξύ τους με τρεις ομάδες αλυσίδων. Η μια ομάδα  αποτελείται από 4 αλυσίδες, στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ζώου, λίγο πιο πάνω από τα ρουθούνια του.  Πολλές φορές στο πίσω μέρος των αλυσίδων αυτών υπάρχει κολλημένος κετσές, για να μην πληγώνεται το ζώο. Στα αυθεντικά χιώτικα καπίστρια οι αλυσίδες ήταν 6. Ήταν λεπτότερες, ομορφότερες, καλύτερης ποιότητας και ήταν ακριβότερες. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τρεις αλυσίδες στο πίσω μέρος του κεφαλιού του ζώου σαν συνέχεια των αλυσίδων της πρώτης ομάδας. Οι δυο αυτές ομάδες μαζί σχηματίζουν βρόγχο που περιβάλλει το κάτω μέρος του κεφαλιού του ζώου και δεν αφήνουν το καπίστρι να γλιστρήσει προς το επάνω μέρος του κεφαλιού του. Στην αριστερή πλευρά της δεύτερης αυτής ομάδας υπάρχει    προσαρμοσμένος χαλκάς ο οποίος είναι συνδεδεμένος με αλυσίδα μήκους 40 εκ. Στο άκρο της αλυσίδας αυτής υπάρχει στριφνάρι στο οποίο δένεται το
φωτ. 12 Σιδερένια μταριά

"καπστρουστσοίν", το σκοινί του καπιστριού, το οποίο έχει μήκος μια οργιά, δηλαδή 150 εκ.  Το στριφνάρι ή στριφτάρι είναι μεταλλικό εξάρτημα το οποίο μπορεί να συστρέφεται έτσι, ώστε, όταν περιστρέφεται κατά την χρήση του το σκοινί του καπιστριού, να μην μεταδίδεται αυτή η περιστροφή  και στο υπόλοιπο καπίστρι.
           Στην τρίτη ομάδα έχουμε δυο αλυσίδες από τον ένα χαλκά και δυο αλυσίδες από τον άλλο  να καταλήγουν σε στριφνάρι κάτω από τον λαιμό του ζώου. Το στριφνάρι αυτό  συνδέεται     με το λουρί του καπιστριού που περιβάλλει τον λαιμό του (φωτ.1). Με αυτή τη σύνδεση εμποδίζεται η "χιώτʼσα αλʼσίδα" να γλιστρήσει και να βγει από το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ζώου.
   
φωτ. 13 Σιδερένια μταριά. Στο διάζωμα
υπάρχει μπρούτζινη διακόσμηση
Τις  "χιώτʼσις αλσʼίδις για καπίστρια"τις αγόραζαν  έτοιμες. Δεν τις έφτιαχναν οι καπιστράδες η οι τοπικοί σιδεράδες. Ο Μανώλης Γεωργής τις αγόραζε από το κατάστημα του Αλεπουδέλλη στη Μυτιλήνη.  Ζητούσε "χιώτʼσις" αν ήθελε τις αυθεντικές χιώτισσες που κατασκευάζονταν στη Χίο ή "πειραιώς" που κατασκευάζονταν στον Πειραιά.  Υπήρχαν χιώτισσες αλυσίδες για μουλάρια και χιώτισσες αλυσίδες για γαϊδούρια.






Δημοσιεύτηκε στο "Λεσβιακό Ημερολόγιο 2017.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Σαμάρια και σαμαράδες της Λέσβου

                                      (Δημοσιεύτηκε στο Λεσβιακό Ημερολόγιο 2014)
                        Εκδόσεις Αιολίδα - Μυτιλήνη - Επιμέλεια: Παναγιώτης Σκορδάς                                           
                                   ΣΑΜΑΡΙΑ ΚΑΙ ΣΑΜΑΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ
                                                     (Ο Μιχάλης Καρβούνης)

    Πριν  από την εμφάνιση των αγροτικών μηχανών και αυτοκινήτων η μεταφορά  της γεωργικής παραγωγής και των ίδιων των ανθρώπων γινόταν αποκλειστικά και μόνο με τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια. Γι’ αυτό το σκοπό τα ζώα αυτά έπρεπε να εξοπλιστούν με την κατάλληλη ιπποσαγή που θα μοίραζε  ομαλά στις πλάτες των υποζυγίων το βάρος του φορτίου. Αυτό το          κάνει το σαμάρι το οποίο σχεδιάζεται και κατασκευάζεται από το σαμαρά με τέτοια συναρμολόγηση, ώστε  να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις μηχανικές ιδιότητες του ξύλου και ταυτόχρονα να είναι άρτιο από λειτουργικής πλευράς. Κάθε ζώο έχει σαμάρι φτιαγμένο στα μέτρα του, για να εφαρμόζει τέλεια.
     Σε παλιότερα χρόνια  ο σαμαράς είχε συνείδηση ότι το επάγγελμα του ήταν κοινωνική λειτουργία, καθώς εξυπηρετούσε  ανάγκες της κοινωνικής ζωής. Δεν το αντιλαμβανόταν απλά και μόνο ως μέσο βιοπορισμού με το οποίο έβγαζε το ψωμί το δικό του και της οικογένειας του, γι΄ αυτό το σεβόταν και το τιμούσε. Έβαζε όλη του την αξιοσύνη, ώστε τα έργα των χεριών του να είναι στέρεα και σίγουρα αλλά και κομψά και όμορφα στολισμένα.
                                 

φωτ.1    Σαμάρι.                                           
     Ασφαλώς πάντα υπήρχαν στη Λέσβο πολλοί και καλοί σαμαράδες. Τα ονόματα όμως των παλιότερων από αυτούς δεν διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας και τα δείγματα της δουλειάς τους χάθηκαν. Άλλωστε τα υλικά από τα οποία κατασκευάζονται τα σαμάρια φθείρονται εύκολα  από τη χρήση αλλά και τις καιρικές συνθήκες, τα ποντίκια, το σκόρο και το σαράκι. Γνωρίζουμε τα ονόματα κάποιων που γεννήθηκαν στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, άρχισαν να κατασκευάζουν σαμάρια στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα αυτού και  συνέχισαν να εργάζονται  τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Για μερικούς έχουμε και φωτογραφίες τους. Δεν έχει όμως εντοπιστεί κάποιο σαμάρι αυτής της περιόδου. Τα πιο παλιά σαμάρια   που έχουμε αναγνωρίσει  είναι του Μιχάλη Καρβούνη. Σώζεται νώμος από σαμάρι  που  κατασκεύασε το 1931. Άλλοι τρεις νώμοι  της δεκαετίας του 1930 που σώζονται είναι επίσης δικοί του.

φωτ.2    Ο Μιχάλης Καρβούνης με το γυιό του Δημήτρη έξω
από το σαμαράδικο.
 Η φωτογραφία είναι του 1959.

       Ο Μιχάλης Καρβούνης γεννήθηκε στα Πάμφιλα το 1894 και πέθανε το 1964. Ήταν ένας από τους τελευταίους βρακάδες του χωριού του. Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε μια κόρη και από τον δεύτερο με την Μαρία Καρτσακλή  απέκτησε τρία κορίτσια και ένα γιο. Όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο πήγε επί 6 περίπου χρόνια «τσιράκι», μαθητευόμενος δηλαδή στον σαμαρά του χωριού Μιχάλη Λαδιέλλη για να μάθει την τέχνη. Πιθανόν στη συνέχεια να μαθήτευσε για 1-2 χρόνια στη Μυτιλήνη κοντά στο σαμαρά Παυλή.  Από το 1914 μέχρι το 1922 υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό. Όταν απολύθηκε εξάσκησε το επάγγελμα του σαγματοποιού.  Ήταν άνθρωπος με χιούμορ, πάντοτε έλεγε ανέκδοτα και γελούσε. Όταν δούλευε του άρεσε να ψέλνει βυζαντινές  μελωδίες. Προπαντός όταν δούλευε στο σαμαράδικό του τα βράδια που έκανε νυχτέρι, όταν η χρονιά ήταν μαξουλοχρονιά και είχε πολύ δουλειά. Του άρεσε η μουσική που παίζανε οι λαϊκές κομπανίες στα πανηγύρια. Αγαπούσε το βιολί και τα σαντούρια αλλά όταν ερχότανε στο πανηγύρι της Αγίας Βαρβάρας από το Ίππιος το νταούλι και ο ζουρνάς τα είχε αγκαζέ στο καφενείο του Γιώργου Ασημίνου στον Ατήγανο και χόρευε με μεράκι και παλικαριά τον ζεϊμπέκικο χορό. "Ήνταν μιρακλής γέρους". Ήταν άνθρωπος εργατικός, ήσυχος, πράος χωρίς λόγια και καβγάδες.

                                                           
φωτ.3   Περιφορά της καμήλας στις απόκριες
του 1959. Ο ΜιχάληςΚαρβούνης είναι καβάλα στο
γαϊδουράκι


 
   Στα Πάμφιλα, πριν το 1959 πραγματοποιούνταν τις Απόκριες το έθιμο της καμήλας. Φαίνεται πως “το έθιμο αυτό συνδέεται άμεσα και προσωπικά με τον Μιχάλη Καρβούνη”. “Στις απόκριες  αναλάμβανε  με την παρέα του η οποία αποτελούνταν από τους συγχωριανούς  του Παναγή Αλμπάνη, Αντώνη Τσεκμετζέλλη, Τάκη Αντωνέλλο, Απόστολο Αδαλή, Αναστάσιο Γουτόγλου, Γεώργιο Αράπη, Γαληνό Καπετανέλλη και Ευστράτιο Αϊβαλιώτη την κατασκευή της παραδοσιακής καμήλας. Την  έφτιαχναν στο αραμπατζίδικο του Μαστραντώνη (ΤΖΙΤΖΑ). Ψάχνανε από καιρό στους ποταμούς μέσα στα χωράφια να βρούνε ψόφιο άλογο, γιατί χρειαζόταν το κρανίο του. Έφτιαχναν  μηχανισμό στις σιαγόνες του, ώστε να ανοιγοκλείνουν όταν θα τραβάνε από μέσα από την καμήλα το σκοινί". H υπόλοιπη παρέα ήταν μέσα στην καμήλα. Ο Μιχάλης ήταν πάντα ο καμηλιέρης. Προπορευόταν της πομπής καβάλα σε γάιδαρο με βαμμένο το πρόσωπο μαύρο και  φορώντας κόκκινο φέσι (φωτ.3). Στο ένα χέρι  κρατούσε μακρύ γυριστό σπαθί (χατζάρα) το οποίο κουνούσε απειλητικά και στο άλλο το σκοινί με το οποίο ήταν δεμένο το κεφάλι της καμήλας. Καθώς η πομπή περιδιάβαινε στους δρόμους και τα σοκάκια του χωριού “απευθυνόμενος σε γνωστά του άτομα που συναντούσε, έλεγε φράσεις και λέξεις που σχετιζόταν μαζί τους προκαλώντας το γέλιο και τα ειρωνικά σχόλια των παρευρισκομένων”. Από το 1959 που κλονίστηκε η υγεία του Καρβούνη  δεν θυμάται κανείς να πραγματοποιείται ξανά το έθιμο αυτό.
       Στο σαμαράδικο είχε κλουβιά με πουλιά. Άμα το επέτρεπε ο καιρός κρέμαγε τα κλουβιά απέναντι από το σαμαράδικο στον τοίχο κάποιου σπιτιού.  “Άμα ρχόνταν απ’ τ’ Μυτιλήν που πάγινι κι ψούνζι κι κιλαϊδούσαν ίλιγι: Ώ τα μουράμ, ώ τα μουράμ. Σιβντάς μιγάλους".
 Το εργαστήριο του ήταν στα Πάμφιλα στον κεντρικό δρόμο  που οδηγεί από τη Μυτιλήνη στο Μανταμάδο στην περιοχή Ατήγανος. Σε ένα μονώροφο κτίσμα με δίριχτη στέγη που υπάρχει ακόμα (2013). Το μισό κτίσμα ήταν το σαμαράδικο  και το άλλο μισό το φαναρτζίδικο του αδελφού του. Και τα δυο είχαν πρόσοψη στον κεντρικό δρόμο. Εργαζόταν μόνος του χωρίς βοηθό. Μόνο αν υπήρχε πολύ δουλειά, τον βοηθούσε ο αδελφό του ο Απόστολος.  Άρχιζε τη δουλειά γύρω στις 7 με 8 το πρωί. Η δουλειά συνεχιζόταν και το μεσημέρι με ένα σύντομο διάλυμα για φαγητό μέσα στο σαμαράδικο. Η ώρα που σταματούσε το βράδυ δεν ήταν καθορισμένη.
φωτ. 4     Ότι απέμεινε από την επιγραφή του σαμαράδικου 
του Μιχάλη Καρβούνη










«Όποτε γλιτώναμε σταματούσαμε τη δουλειά». Η δουλειά δηλαδή σταματούσε όποια ώρα τελείωναν οι τρέχουσες εργασίες. Η περίοδος που είχε πολύ δουλειά ήταν από το Πάσχα μέχρι την εποχή που άρχιζε να μαζεύει ο κόσμος τις ελιές του, γιατί την περίοδο αυτή κατασκευάζονταν τα καινούργια σαμάρια.  Την υπόλοιπη περίοδο έκανε κάποιες επιδιορθώσεις. “Του χμώνα κόβγινταν οι δλειές. Τν άνοιξ ανοίγαν οι δλειές”. Τα μέτρα του ζώου δεν τα παίρνουν οποιαδήποτε εποχή του έτους. Η κατάλληλη εποχή είναι η άνοιξη. Ας μας εξηγήσει το γιατί ο Αριστείδης Κανάρης με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο : “ Τν άνοιξ τ’ λέγουμι μπαχάρ. Έγιτνα κάνιν τα σαμάρια. Του ζω πά στου ντόπουτ. Είνι κανουνκό να τ’ πάρς σμαδούρια.  Του χμώνα του ζω είνι ζαμπούνκου”. Το χειμώνα, στους μήνες της ελαιοκομικής περιόδου, τα ζώα εργάζονται σκληρά με συνέπεια να αδυνατίζουν. Αν πάρει ο σαμαράς τότε τις μετρήσεις που χρειάζονται, για να  φτιάξει σε κάποιο ζώο σαμάρι, το σαμάρι αυτό θα του είναι στενό,όταν αργότερα παχύνει. Όταν τελειώσει το λιομάζωμα την άνοιξη, αφήνουν τα ζώα ελεύθερα να βοσκήσουν. Καθώς την εποχή αυτή το χορτάρι είναι άφθονο έχουν στη διάθεση τους μπόλικη τροφή με συνέπεια να παχαίνουν. Τότε είναι η κατάλληλη εποχή να πάρει ο σαμαράς τα μέτρα. Τις μαξουλοχρονιές τις χρονιές δηλαδή που τα λιόδεντρα είχαν μεγάλη καρποφορία είχε περισσότερη δουλειά, γιατί τότε  οι αγρότες φρόντιζαν να επισκευάσουν τα παλιά ή να αγοράσουν καινούργια σαμάρια, καθώς όλος ο καρπός  μεταφερόταν από τα κτήματα στα ελαιοτριβεία μέσα σε σακιά στερεωμένα στα σαμάρια των ζώων.
φωτ.5  Κατασκευάζοντας σαμάρι έξω από το σαμαράδικο το 1958.
   Τα “σμαδούρια”, δηλαδή τις  απαραίτητες για την κατασκευή του σαμαριού μετρήσεις που έπαιρνε τις σημείωνε σε τεφτέρι. Σ' αυτό σημείωνε και ό,τι άλλο είχε συμφωνήσει με τον πελάτη για την κατασκευή καινούργιου ή την επισκευή παλιού σαμαριού.  Σώζονται μερικά φύλλα από ένα  τεφτέρι όπου υπάρχουν  σημειώσεις των ετών 1957,1958 και 1959.
     Το κάθε σαμάρι είναι κατασκευασμένο από εννιά σαμαρόξυλα:
    α) το “νώμο” που είναι το μπροστινό τμήμα του σαμαριού και αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι ξύλο
   β) το “πισνό” που είναι το πίσω τμήμα του σαμαριού και αποτελείται από δύο κομμάτια

τα οποία εφαρμόζουν κατάλληλα μεταξύ τους
    γ) και τέλος τις έξι “παγίδες”: τρία οριζόντια, παράλληλα μεταξύ τους σαμαρόξυλα  στη δεξιά πλευρά του σαμαριού και τρία όμοια με τα προηγούμενα στην αριστερή.
 Σε αυτά τα εννιά  θα μπορούσαμε  να προσθέσουμε  άλλα δύο τα οποία δεν ανήκουν στα δομικά στοιχεία του σαμαριού αλλά είναι χρήσιμα για την καλή στερέωση των φορτίων επάνω του. Ονομάζονται “σκαρδελάκια”, είναι μακρόστενα με μήκος  15 εκ. περίπου  και είναι  καρφωμένα σε κατακόρυφη θέση στο πισινό.
        Ο Καρβούνης για να κόψει τα σαμαρόξυλα ενός σαμαριού στο κατάλληλο σχήμα και  μέγεθος για το συγκεκριμένο αυτό το σαμάρι, χρησιμοποιούσε πρότυπα κατασκευασμένα από κόντρα πλακέ ή χαρτόνι. Είχε άλλα πρότυπα για τα Αγιασώτικα και  άλλα για τα Χιώτικα σαμάρια. Για κάθε σαμαρόξυλο υπήρχαν διάφορα μεγέθη προτύπων. Τα πρότυπα αυτά ονομάζονταν “αχνάρια”.
     Τα απαραίτητα υλικά για την κατασκευή του σαμαριού είναι το ξύλο, το δέρμα, ο κετσές και το χόρτο. Τα ξύλα  με τα οποία κατασκευάζουν τα σαμάρια προέρχονται από τα δένδρα καρυδιά, πλάτανο, συκαμιά, κακαβιά και σουγιούτ (ιτιά).  Καλύτερα είναι τα ξύλα της καρυδιάς και του πλατάνου και με αυτά κατασκευάζεται η μεγάλη πλειοψηφία των σαμαριών. Ο καλύτερος συνδυασμός είναι να κατασκευαστεί ο νώμος με καρυδιά και το υπόλοιπο σαμάρι με πλάτανο.
έγγραφ.1    Δύο σελίδες από το τεφτέρι του Καρβούνη στο οποίο κρατούσε σημειώσεις για τις παραγγελίες που έπαιρνε για την κατασκευή σαμαριών. Στην αριστερή σελίδα έχει σημειώσει ότι το σαμάρι που του παρήγγειλαν έπρεπε να το κάνει “χιώτικο”, ενώ της δεξιάς σελίδας “αγιασώτικο
       Όταν ο ξύλινος σκελετός του σαμαριού είναι έτοιμος, επενδύεται το εσωτερικό του με δέρμα.   Παλιότερα τα δέρματα αυτά τα αγόραζαν οι σαμαράδες από τα “ταμπακαριά”. Τα εργαστήρια αυτά λειτουργούσαν στη Μυτιλήνη και στα χωριά του νησιού. Εκεί οι “ταμπάκηδες”  κατεργάζονταν τα δέρματα. Κατάλληλα για σαμάρια ήταν τα δέρματα που προέρχονταν από τις κατσίκες και τα πρόβατα. Καλύτερα και συνεπώς ακριβότερα  ήταν εκείνα που προέρχονταν από τις κατσίκες. Τα δέρματα που προέρχονταν από πρόβατα ονομάζονταν  “προβιές”, ήταν κατώτερης ποιότητας και συνεπώς ποιο φθηνά. Για κάθε σαμάρι χρησιμοποιούσαν ολόκληρο το δέρμα ενός ζώου καθώς η εσωτερική αυτή επένδυση γινόταν με ένα μόνο δέρμα και όχι από πολλά κομμάτια. Ο σαμαράς αγόραζε μικρότερα ή μεγαλύτερα δέρματα ανάλογα με το μέγεθος των σαμαριών που είχε να κατασκευάσει.  Ο Καρβούνης αντί για τη λέξη δέρμα  χρησιμοποιούσε τις λέξεις τομάρι, πετσί και μεσίν(ι) (το). Όταν σημείωνε στο τεφτέρι του το χρώμα που του είχε ζητήσει ο πελάτης για το δέρμα του σαμαριού που παρήγγειλε χρησιμοποιούσε τις λέξεις τομάρι και πετσί. Έγραφε π.χ. “τομάρι κόκκινο” (εγγρ.1)  ή “πετσί μαύρο”. Αυτά τα δυο χρώματα είχαν τα δέρματα των σαμαριών. Όταν σημείωνε ότι το δέρμα του σαμαριού ήθελε μπάλωμα χρησιμοποιούσε τη λέξη “μεσίν”.
εγγραφ. 2  Σελίδα από το τεφτέρι του Καρβούνη στην οποία έχει
σημειώσει τα ονόματα δυο κετσετζίδων με του οποίους συνεργαζόταν
       Μετά το δέρμα στερεώνεται στο σκελετό του σαμαριού ο κετσές. Ο κετσές είναι χοντρό ύφασμα από μαλλί προβάτου φτιαγμένο με συγκεκριμένη τεχνική χωρίς να είναι υφασμένο όπως συμβαίνει στα υπόλοιπα υφάσματα. Μεταξύ του δέρματος και του κετσέ αφήνει ο σαμαράς κενό χώρο τον οποίο γεμίζει με χόρτο. Με αυτό το τρόπο σχηματίζεται στο εσωτερικό του σαμαριού ένα μαλακό στρώμα, ώστε να μην πληγώνεται το ζώο από το σαμάρι. Όλη αυτή η κατασκευή που αποτελείται από το δέρμα, τον κετσέ και το χόρτο ονομάζεται “στρώση του σαμαριού”.  Όπως προκύπτει από το τεφτέρι του, ο Καρβούνης  αγόραζε το 1958 κετσέδες από τον Χρήστο Σκούληκα ο οποίος είχε το εργαστήριο του στο Σκαλοχώρι και τον Σπύρο Χατζηγιάννη από την Αγία Παρασκευή. Με τον Σκούληκα συμφώνησαν να αγοράζει στην ίδια τιμή των 40 δραχμών και το μεγάλο και το μικρό κετσέ (εγγρ.2). Σε άλλη σελίδα σημειώνει ότι αγόραζε  από τον Γρηγόριο Συνοδινό, κετσετζή της Αγιάσου,  35 δραχμές  το μεγάλο και 30 δρχ.  το μικρό κετσέ.
         Το καταλληλότερο χόρτο για το γέμισμα του σαμαριού είναι το άχυρο από τη σίκαλη. Το “σκαλάχυρο”. “Γιατί δε βολιάζ η σίκαλ”. Και συγκεκριμένα άχυρο από σίκαλη “τσατμά” που
σημαίνει ότι το άχυρο έπρεπε να είναι χοντροκομμένο.      
            Είναι γνωστό ότι τα σαμάρια που κατασκευάζονται τις τελευταίες δεκαετίες στη Λέσβο είναι τα λεγόμενα “χιώτικα” σαμάρια. Τα σαμάρια που κατασκευάζονταν παλιότερα στο νησί ήταν γνωστά σαν “αγιασώτικα” σαμάρια. Από ποια χρονολογία άρχισαν να κατασκευάζουν τα “χιώτικα”  στη Λέσβο,  δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο γνωστός σαμαράς της Μυτιλήνης Παυλής έφερε στο εργαστήρι του μάστορη από τη Χίο, τον οποίο πλήρωνε μια χρυσή λίρα την ημέρα, για να φτιάχνει σαμάρια, ώστε να μάθουν την τεχνική του.  Από το συσχετισμό κάποιων γεγονότων,  εμείς πιστεύουμε ότι αυτό έγινε γύρω στο 1915 με 1920.  Είναι όμως αυτή μια δικιά μας εκτίμηση και δεν αποτελεί απόδειξη. Για κάποιες δεκαετίες   κατασκευάζονταν στο νησί και οι δύο τύποι σαμαριών. Αυτό επιβεβαιώνεται  από τεφτέρια σαμαράδων που διασώθηκαν και στα οποία  σημείωναν τις παραγγελίες που έπαιρναν. Ο Καρβούνης κατασκεύαζε και τους δυο τύπους σαμαριών και είναι ο τελευταίος σαμαράς της Λέσβου ο οποίος κατασκεύαζε “αγιασώτικα” σαμάρια. Το πιο πρόσφατο “αγιασώτικο” σαμάρι του που εντοπίσαμε είναι του 1961.
 Ο Μιχάλης Καρβούνης  δεν έπαιρνε μαθητευόμενους. Αυτό το έκανε για να μην μάθει και κάποιος άλλος την τέχνη του σαμαρά και του πάρει πελάτες.  Πήρε ένα μόνο  τον Αριστείδη Κανάρη ο οποίος καταγόταν από τη Στύψη. Για να πεισθεί να τον δεχθεί πήγε μαζί με τον Αριστείδη στα Πάμφιλα   η χήρα η μάνα του και παρακάλεσε τον Καρβούνη να μάθει στο γιο της την τέχνη, για να μπορέσει να κερδίσει τη ζωή του. Στην αρχή αυτός αρνήθηκε, αλλά στο τέλος δέχθηκε. Σε αυτό συναίνεσε  και το γεγονός ότι η Στύψη ήταν μακριά  και έτσι ούτως ή άλλως δεν θα είχε πελάτες από αυτό το χωριό. Για αμοιβή ζήτησε 2000 δρχ. Του έδωσαν ένα βαρέλι λάδι και 800 δρχ. για να συμπληρωθεί το ποσό των 2 χιλιάδων. Ο Κανάρης θήτευσε κοντά του εφτά μήνες. Από τον Μάιο μέχρι το Δεκέμβριο του 1950.
    “Η Καρβούνς είχει όνομα. Κι ήνταν κι πραγματικά. Όνουμα μιγάλου. Όνουμα μιγάλου.  Τ' Καρβούν σαμάρ, τ’ Καρβούν σαμάρ. Θεός. Σαν ιπήγα πρώτα πρώτα να τουν γνουρίσου κι τουν είδα γέρου μι τσ’ σκούφις τούπα:  
     - σύ σι η Καρβούνς;
   - Γιατί ήθιλις να δείς κανέ λιουντάρ;”
     Ο Κανάρης νοίκιασε δωμάτιο σε κάποιο σπίτι και έμενε στα Πάμφιλα. Το μεσημέρι έτρωγε με τον Καρβούνη στο σαμαράδικο. Το βράδυ στο σπίτι του Καρβούνη. Η μητέρα του του έστελνε έτοιμα φαγητά ή τρόφιμα τα οποία μαγείρευε η γυναίκα του Καρβούνη.       φωτ.5
"Μ’ έστειλνει η μάναμ ντου τρουβά. Πέρνα του λεουφουρείου όξου απ’ ντ’ πόρτα. Μαγειριμένα φαγητά. Μ’ έστιλνει όσπρια, ζυμαρικά. Μ΄έστιλνει ψουμί, γιατί ζμώναν έγιουτι. Καλοί αθρώπ ήνταν. Θιός σχουρέστς. Ιφτά μήνις δεν ιχάλασι η καρδιά μας. Η γναίκατ  προυπαντός. Ήνταν καλή η Μαρίγια. Θεός σχουρέστην. Η γναίκα μι μαγείριβι. Έτρουγα έτσι (εκεί). Έμενα αλλού αλλά έτρουγα έτσι.  Έμενα σι σπίτ’".
Ωστόσο υπήρχαν και μικροπροβλήματα που ξεπεράστηκαν εύκολα:    
“ Μ' έβαζι να κάνω ξτσουδούλια. Να γιμίζου του σαμάρ, να μπαλώνου, να κάνου τρυπουσά”.
- Μαθέ ασιμι να βάλου μια πλανέτα.  
 - Άϊ βιαζόμιστι τώρα, σάλια μπάλια.
“Μ’ έδειχνι, του ρουτούσα, τούτουνα, τσείνουνα. Δε μ’ έβαζι   να κάνου τσινούργιου σαμάρ. Μη κάνου λάθους κι του κάνου ξουριαζμένου.   Τ’ λέγου μια μέρα”:
- Γω σι  πλέρουσα για να κάνουμι τσινούργιου σαμάρ. Κι να χαλάσου κανά ξύλου είνι πληρουμένου.
   - Γιατί δε του κάνουμι;
   - Του κανς ισύ. Γώ μπουρί να κάνου ένα ξούρ. Να μη διουρθώγς. Τι ήρτα να κάνου έδγιου πέρα.
"Σα ντάπα πια έδγιτς  μ΄έβαλι κι τ' έκανα ένα σαμαρέλ".
   - Να μ’ λέει που ξέρς.
“Τ’ δλειά  ντ’ πήρα καλά. Του είχα σιβντά να γίνου σαμαράς τέλους πάντουν”.  
        Ο Κανάρης πριν φύγει από τα Πάμφιλα παρήγγειλε σε σιδερά του χωριού και του έφτιαξε  δυο “σίδερα” και “πλουμστάρια” ίδια με εκείνα του Καρβούνη. Αντέγραψε ο ίδιος και κατασκεύασε με χαρτόνι τα σχέδια για τα “πλώμια” και τα “αχνάρια” του. Φυσικά κράτησε κάποιες σημειώσεις για κατασκευαστικά στοιχεία του σαμαριού. Ο Καρβούνης του πρότεινε να μείνει και άλλο και θα του έδινε και χαρτζιλίκι. Όμως δεν τον έπεισε.
    Το έγγραφο 1 που παραθέτουμε είναι δυο σελίδες από το τεφτέρι του Καρβούνη στο οποίο σημείωνε τις μετρήσεις που έπαιρνε από το ζώο που επρόκειτο να του φτιάξει σαμάρι. Στην αριστερή σελίδα έχει καταγραφεί η παραγγελία  για χιώτικο, ενώ στην δεξιά για αγιασώτικο σαμάρι. Και στις δυο παραγγελίες βλέπουμε τις τρεις μετρήσεις που έπαιρνε από το ζώο : όλο το μπόγι που είναι η απόσταση από το γοφό ως τον ώμο του ζώου, φάρδος που είναι το φάρδος του ζώου στο σημείο που απέχει τέσσερα δάχτυλα από το γοφό  προς τον ώμο του και νώμου (εννοεί φάρδος του νώμου),  που είναι το φάρδος του ζώου στην περιοχή του ώμου του. Στο ίδιο τεφτέρι σημείωνε την τιμή  που είχε συμφωνήσει με τον πελάτη, το καπάρο, την προκαταβολή δηλαδή που πήρε, αν το σαμάρι θα ήταν “χιώτικο” ή “αγιασώτικο”, τι χρώμα ζήτησε ο πελάτης να έχει το δέρμα που θα έβαζε ή τις επιδιορθώσεις που έπρεπε να κάνει σε κάποιο σαμάρι.
     
έγγρ.3  Σελίδα από το τεφτέρι του Καρβούνη στην οποία έχει
 σημειώσει 
ότι ένα μέρος της αμοιβής του για την κατασκευήτου σαμαριού το έλαβε σε κρέας.

 
 Σε κάποιες περιπτώσεις μέσα στη συμφωνία για την τιμή του καινούργιου σαμαριού που θα κατασκεύαζε ήταν να κρατήσει το παλιό σαμάρι του πελάτη (εγγρ.1). Τα παλιά αυτά σαμάρια τα επιδιόρθωνε και τα πουλούσε σε κάποιους που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν καινούργιο. Άλλοτε πάλι ήταν μέσα στη συμφωνία να πάρει ένα μέρος της τιμής του καινούργιου σαμαριού σε είδος όπως σε κρέας  (εγγρ.3).
             Τις τελευταίες δεκαετίες η μονάδα μήκους που χρησιμοποιούν οι σαμαράδες στη δουλειά τους είναι το εκατοστό. Παλιότερα  κάποιοι χρησιμοποιούσαν τις ίντσες. Κάποιοι άλλοι είχαν δικούς τους τελείως εμπειρικούς τρόπους μέτρησης. Η μονάδα που χρησιμοποιούσε ο Καρβούνης ήταν το παρμάκι. Τα νούμερα που αναγράφονται στο έγγραφο 1   είναι σε “παρμάκια”. Το παρμάκι είναι Οθωμανική μονάδα μέτρησης και αντιστοιχεί σε 3,2 εκ.  Στο έγγραφο 4 έχουμε το πίσω μέρος του σκληρού εξωφύλλου από τα γνωστά εκείνα τεφτέρια, όπου έγραφαν οι παλιότεροι τα βερεσέδια,  όταν ψώνιζαν από το μπακάλικο.

έγγραφ.4  Τον κατάλογο αυτό είχε στερεώσει ο Καρβούνης
 δίπλα στη θέση όπου εργαζόταν. Επάνω έχει σημειώσει νούμερα
 και οδηγίες για την κατασκευή “αγιασώτικου” σαμαριού. 


Ήταν στερεωμένο δίπλα στον πάγκο που δούλευε ο Καρβούνης. Τα νούμερα στην  αριστερή στήλη των δυο σελίδων αντιστοιχούν σε “όλο το μπόγι” του  ζώου του οποίου θα έφτιαχναν σαμάρι. Στην αριστερή σελίδα τα νούμερα αυτά ξεκινάνε από το 21,5 και ελαττώνονται κατά μια μονάδα έως το 13,5. Στην δεξιά σελίδα ξεκινάνε από το 21 και ελαττώνονται έως το 13. Δεν υπάρχουν νούμερα μεγαλύτερα του 21,5 και μικρότερα  του 13, γιατί δεν υπάρχει ζώο που να έχει όλο το μπόγι μεγαλύτερο από 21,5 παρμάκια  ή μικρότερο από 13 παρμάκια.  Στη δεξιά στήλη κάθε σελίδας τα νούμερα είναι κατά 3,5 παρμάκια μικρότερα από τα αντίστοιχα της αριστερής στήλης και αντιστοιχούν στο μπόγι του σμαριού. Αν λοιπόν μετρούσε ένα ζώο και έβρισκε ότι  όλο το μπόγι του ήταν 21,5 παρμάκια,  τότε έπρεπε να κατασκευάσει το μπόγι του σαμαριού  18 παρμάκια.
          Θα αναφέρουμε στη συνέχεια τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο Καρβούνης στην κατασκευή των σαμαριών. Θα περιγράψουμε και θα παραθέσουμε φωτογραφίες κάποιων από αυτά   που είναι λιγότερο γνωστά.

φωτ.6    Τα δυο “σίδερα” με τα οποία ο Μιχάλης Καρβούνης
έπαιρνε τα μέτρα των ζώων για να  τους κατασκευάσει σαμάρι.

         Το “σίδερο”  (φωτ.6). Με το εργαλείο αυτό ο σαμαράς παίρνει δυο από τις τρεις μετρήσεις που του είναι απαραίτητες, για να κατασκευάσει το σαμάρι κάποιου ζώου. Μετράει με αυτό το φάρδος του ζώου τόσο στις πλάτες όσο και στα καπούλια του. Ο Καρβούνης  είχε δυο “σίδερα”. Ένα μικρότερο για τις πλάτες και ένα μεγαλύτερο για τα καπούλια του ζώου, καθώς στα καπούλια του το ζώο είναι φαρδύτερο από ότι είναι στις πλάτες του. Το “σίδερο” αποτελείται από δυο καμπύλα μεταλλικά σκέλη τα οποία αρθρώνονται μεταξύ τους στη μια άκρη τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν τα δυο ελεύθερα άκρα τους να απομακρύνονται ή να πλησιάζουν.                                                                                




         


φωτ.7  Τύπος πριονιού που ονομάζεται κουραστάρ


 Κουραστάρ (το)(φωτ.7).Το κουραστάρ είναι είδος πριονιού που δεν χρησιμοποιείται πια εδώ και μερικές δεκαετίες. Έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου. Οι δυο μικρές παράλληλες πλευρές του παραλληλόγραμμου είναι ξύλινες. Στο μέσον της κάθε μιας υπάρχει κατάλληλη τρύπα. Στις δύο τρύπες των πλευρών αυτών προσαρμόζεται, χωρίς να σταθεροποιηθεί, μακρόστενο σανίδι. Την μια από τις δυο επιμήκεις πλευρές του παραλληλόγραμμου αποτελεί η λάμα του πριονιού. Η άλλη επιμήκης πλευρά αποτελείται από μερικά λεπτά σκοινιά στο μέσον των οποίων είναι στερεωμένο το άκρο ξύλινου στελέχους. Περιστρέφοντας αυτό το στέλεχος γύρω από τον κατά μήκος άξονα των σκοινιών αυτά συστρέφονται, μικραίνει το μήκος τους και έλκουν τα άκρα των ξύλινων μικρών πλευρών του πριονιού στα οποία  είναι στερεωμένα. Αυτό έχει σαν συνέπεια να απομακρύνονται τα δυο άλλα άκρα των πλευρών αυτών  με αποτέλεσμα η λάμα να τεντώσει. Το στέλεχος αυτό δεν μπορεί να περιστραφεί ανάποδα, όταν το αφήσουμε ελεύθερο, γιατί η ελεύθερη άκρη του εμποδίζεται από το σανίδι στο μέσον του πριονιού. Ο σαμαράς χρησιμοποιούσε το κουραστάρ κρατώντας το και με τα δυο του χέρια. Στη φωτ.7 μπορούμε να δούμε  πώς το κρατούσε τόσο με το δεξί όσο και με το αριστερό του χέρι. Η λάμα του είναι σχετικά φαρδιά, έτσι έχει τη δυνατότητα να κόβει μόνο σε ευθεία κατεύθυνση.
            Ξυγυρστάρ (το). Το ξυγυρστάρ είναι πριόνι ακριβώς όμοιο με το κουραστάρ με μόνη τη διαφορά ότι έχει λεπτότερη λάμα. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να κόβει το ξύλο και σε καμπύλη κατεύθυνση.
           Κουμπάσο (το) (διαβήτης). Μεταλλικό εργαλείο μήκους 20 εκατοστών περίπου. Αποτελείται από δυο σκέλη τα οποία αρθρώνονται στη μια τους άκρη με τέτοιο τρόπο, ώστε τα δύο άλλα άκρα να μπορούν να απομακρύνονται ή να πλησιάζουν μεταξύ τους. Και τα δύο ελεύθερα άκρα καταλήγουν σε ακίδες. Με το κουμπάσο ο σαμαράς μετράει αποστάσεις επάνω στο σαμάρι.
             Ξλουφάς (η), ξυλοφάγος (ο). Σήμερα είναι πιο γνωστός με το όνομα  ράσπα (η). Χοντρή λίμα για ξύλα με μεγάλα και χοντρά δόντια. Υπάρχουν διάφορα μεγέθη ράσπας.
             Κινίσ (το) (φωτ. 26). Κάποιοι σαμαράδες το ονομάζουν κινίστρ (ι). Θα αναφερθούμε σ'αυτό λίγο παρακάτω.
φωτ. 8   Απλό τρυπάνι που ονομάζεται “μπουργού”.
      Μπουργού (η) (φωτ.8). Απλό χειροκίνητο τρυπάνι.
       Μπουργούδα (η). Μικρή μπουργού.
     Μακάπ (το). Μηχανικό χειροκίνητο τρυπάνι. Σε ένα μακάπ υπάρχει η δυνατότητα να προσαρμοστούν διαφορετικές λεπίδες ανάλογα με το μέγεθος της τρύπας που θέλει να ανοίξει ο σαμαράς.
           Σμίλα (η).  Μακρόστενο μεταλλικό εργαλείο του οποίου η μία  άκρη έχει διαμορφωθεί σε οξεία ευθεία ακμή.  Οι σαμαράδες χρησιμοποιούν σμίλες διαφόρων μεγεθών. Με αυτές “σκάβοντας” το ξύλο αφαιρούν μάζα του από μια ορισμένη περιοχή του σαμαρόξυλου, ώστε να προβάλλουν ανάγλυφα τα σχέδια που έχουν ζωγραφίσει. Επίσης με τις σμίλες ανοίγουν τις τρύπες, όπου προσαρμόζονται οι παγίδες.
         Σκυπάρν (το). Σιδερένια λεπίδα προσαρμοσμένη σε ξύλινη χειρολαβή, πλατιά και ακονισμένη από τη μια για πελέκημα, τετραγωνισμένη από την άλλη, για να καρφώνει. Στη μέση της πλατιάς πλευράς υπάρχει μικρή τρύπα για να βγάζει καρφιά.
       Σκυπαρνέλ (το). Στενό σκεπάρνι το οποίο χρησιμοποιείται σε σημεία όπου ο χώρος είναι περιορισμένος και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεγαλύτερο σκεπάρνι. Με αυτό π.χ κάποιοι σαμαράδες  κάνουν μικρές επεμβάσεις, για να βελτιώσουν τις τρύπες που έχουν ανοίξει για την προσαρμογή των  παγίδων ή να βελτιώσουν τις υποδοχές που έχουν δημιουργήσει, για να συνταιριάσουν τα δυο κομμάτια του πισνού.
          Μάγκανος (ο). Η γνωστή μέγκενη η οποία “δάγκωνε” (έσφιγγε) τα ξύλα, για να τα  επεξεργαστεί  ο σαμαράς.
          Λαδακόν (η). Ειδική πέτρα επάνω στην οποία, αφού έριχναν λάδι, έτριβαν τα εργαλεία, για να ακονιστούν. Κατά τον Αριστείδη Κανάρη  έπρεπε «να είναι μαλακιά η πέτρα. Να τρώγεται η πέτρα και η πέτρα να τρώ το σίδερο. Η σέρτσα η πέτρα δε το ακονά το εργαλείο». Κατά την έκφραση του Απόστολου Καρανικόλα με τη λαδακόν “δίναν αθέρα στα σκεπάρνια”, δηλαδή έκαναν πολύ κοφτερή την κόψη τους.
      Σακοράφα (η). Βελόνα με την οποία ράβουν μεταξύ τους τον κετσέ με το δέρμα, όταν     φτιάχνουν τη στρώση. Πολλοί σαμαράδες  φτιάχνουν τις σακοράφες μόνοι τους από μπανέλες ομπρελών.
    Ζουμπάς (ο).“ Μι του ζουμπαδέλ  κάνουμι τρύπις πας τα τσέρκια  κι βάζουμι τσ’ βιλόνις”.Μακρόστενο σιδερένιο εργαλείο με κωνικό το ένα του άκρο.  Όταν ο νώμος ή το πισνό ραγίσει, για να το ενισχύσουν, ώστε να μην σπάσει τελείως, καρφώνουν σιδερένια ελάσματα, τα “τσέρκια”. Για να βάλουν τα καρφιά, ανοίγουν με τον ζουμπά στα τσέρκια τρύπες. Κάθε σαμαράς έχει δυο-τριών μεγεθών ζουμπάδες.
           Ροκάν(ι) (το) Τα παλιά ροκάνια ήταν ξύλινα, ενώ τα νεώτερα σιδερένια. Από την κάτω επιφάνεια του προεξέχει λεπίδα με την βοήθεια της οποίας ο σαμαράς  λειαίνει ξύλινες επιφάνειες.
               Ρουκανέλ (το)  μικρό ροκάνι (φωτ.9).
φωτ.9  “Ρουκανέλ”.
       Κοπίδι (το) “Μ’ έφτουνου κάναμι για τσ’ καμπαράδις πιτσέλια” εξηγεί ο Αριστείδης Κανάρης.  Μεταλλικό εργαλείο η μια άκρη του οποίου έχει διαμορφωθεί σε κύλινδρο. Το ελεύθερο άκρο του κυλίνδρου είναι κοφτερό έτσι, ώστε, όταν χτυπήσουμε με σφυρί το κοπίδι επάνω σε δέρμα, να κοπεί ένα στρογγυλό κομμάτι δέρματος. Οι σαμαράδες χρησιμοποιούν κοπίδια διαφόρων μεγεθών.
      Κόπανος(ο) (φωτ. 10).  Όταν η σμίλα έχει ξύλινη χειρολαβή ο σαμαράς χτυπάει το ελεύθερο άκρο της με τον κόπανο και όχι με σιδερένιο σφυρί.

                           φωτ. 10      Κόπανος.
                                   
      Ψαλίδι για να κόβει τον κετσέ και τα δέρματα.  
        Τανάλια, ξύστρα, πριόν(ι)                                  
       Τα σαμάρια οι σαμαράδες τα στολίζουν  με διακοσμητικά  στοιχεία τα οποία ονομάζονται  “πλώμια”. Τα  καλύτερα “πλώμια” τα κάνουν στο νώμο του σαμαριού, μιας και εκεί υπάρχει μεγαλύτερη ελεύθερη επιφάνεια  που τους επιτρέπει να δημιουργήσουν και  επειδή ο νώμος είναι το πιο εμφανές σημείο κάθε σαμαριού. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούν, για να κάνουν τα “πλώμια”, ονομάζονται “πλουμστάρια”. Τα πλώμια που συναντάμε στα σαμάρια του Καρβούνη είναι είτε ανάγλυφα είτε χαρακτά. Τα ανάγλυφα τα οποία είναι και τα κύρια διακοσμητικά στοιχεία ενός σαμαριού είναι ο δικέφαλος αετός, τα “ζουμπλέλια”, ζουμπουλέλια  δηλαδή, τα “κυπαρισσάκια” οι “μαργαρίτες”, τα άλογα και η κορώνα.  Τα χαρακτά είναι συμπληρωματικά διακοσμητικά στοιχεία. Άλλοτε είναι απλά αυτοτελή σχήματα, όπως αστράκι, σταυρός,  και άλλοτε απλές γραμμές ευθείες ή καμπύλες οι οποίες συνδυαζόμενες και επαναλαμβανόμενες σχηματίζουν διακοσμητικά σχέδια.
          Ανάλογα με το διακοσμητικό στοιχείο που κυριαρχεί στο νώμο  θα χωρίσουμε τα σαμάρια του Καρβούνη σε τρεις ομάδες:
Α) σαμάρια με δικέφαλο αετό, Β) σαμάρια με φυτικό διάκοσμο, Γ) σαμάρια με άλογα. Τα σαμάρια με δικέφαλο αετό είναι τα περισσότερα. Μας είναι γνωστά 13 με δικέφαλο αετό, 3 με φυτικό διάκοσμο και 4 με άλογα.
      φωτ.11      Νώμος σαμαριού με δικέφαλο αετό.
           Από τα σαμάρια του Καρβούνη που έχουμε εντοπίσει το παλιότερο με δικέφαλο αετό έχει κατασκευαστεί το 1937 και το νεότερο το 1962.  Είναι φανερό ότι χρησιμοποίησε  αυτό το στοιχείο στο μεγαλύτερο μέρος, αν όχι  σε όλη την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Στη φωτογραφία 11 έχουμε ένα αντιπροσωπευτικό νώμο από σαμάρι της κατηγορίας αυτής. Ο αετός καταλαμβάνει το κέντρο του νώμου. Ο Καρβούνης σκάλιζε πάντα στο σαμάρι το όνομά του. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις το σκάλιζε στο επάνω μέρος του νώμου με κεφαλαία γράμματα σε καμπύλη διάταξη παράλληλα προς το περίγραμμά του. Επίσης σκάλιζε σχεδόν πάντα το όνομα του χωριού του. Δεν το έχουμε δει γραμμένο μόνο σε ένα σαμάρι. Η συνηθισμένη θέση του ονόματος του χωριού είναι στο κάτω μέρος του νώμου. Στα σαμάρια με αετό συνήθως αριστερά από τα πόδια του αετού και σε κάποιες περιπτώσεις δεξιά. Σε όλα τα σαμάρια του Καρβούνη υπάρχει η ημερομηνία κατασκευής τους. Στα σαμάρια της ομάδας αυτής η ημερομηνία είναι σκαλισμένη στο κάτω μέρος του νόμου δεξιά  από τα πόδια του αετού, αν το όνομα του χωριού έχει μπει αριστερά, και αριστερά από τα πόδια του αετού, αν το όνομα του χωριού έχει μπει δεξιά. Σε μια μόνο περίπτωση έχει μπει σε άλλη θέση.
            Τα κεφαλαία γράμματα αριστερά και δεξιά από τις φτερούγες είναι τα αρχικά του ονόματος του ιδιοκτήτη του σαμαριού. Ο Καρβούνης πάντα  σκάλιζε το όνομα του ιδιοκτήτη. Συνήθως τα αρχικά του ή τα τρία - τέσσερα πρώτα γράμματα του ονόματος και του επιθέτου. Σε λίγες περιπτώσεις ολόκληρο το όνομα και το επίθετο. Στα σαμάρια της ομάδας αυτής η θέση που έμπαινε το όνομα και το επίθετο, με όποιον τρόπο κι αν έμπαινε, είναι αυτή που βλέπουμε στην φωτ. 11. Το όνομα αριστερά από τις φτερούγες και το επίθετο δεξιά.

                                                     φωτ. 12  Νώμος σαμαριού με δικέφαλο αετό και κυπαρισσάκια.

       





 Αν το σαμάρι ήταν μεγάλο θα ήταν φυσικά και ο νώμος του μεγάλος. Σε αυτή την περίπτωση, για να γεμίσει ο χώρος, εκτός από τον αετό σκάλιζε και κάποια από τα άλλα κύρια διακοσμητικά στοιχεία. Στο σαμάρι της φωτογραφίας 12 υπάρχουν δυο κυπαρισσάκια συμμετρικά τοποθετημένα το ένα αριστερά και το άλλο δεξιά από τον αετό. Σε κάποια σαμάρια οι κορυφές των κυπαρισσιών συγκλίνουν, ενώ σε άλλα αποκλίνουν. Αυτό εξαρτάται από την οικονομία του χώρου  στο νώμο του σαμαριού. Εδώ, επειδή πρέπει να τα τοποθετήσει στην άκρη του νώμου,  έχει διαθέσιμο χώρο προς το μέσον, οπότε και οι δυο κορυφές γέρνουν προς το μέσον. 

       Στα σαμάρια με φυτικό διάκοσμο τα πλώμια που κυριαρχούν στο νώμο είναι τα ζουμπουλέλια,  
       φωτ.13  Νώμος σαμαριού με φυτικό διάκοσμο.          
τα κυπαρισσάκια και οι μαργαρίτες (φωτ.13). Κυρίως τα κυπαρισσάκια αλλά και τα δυο άλλα   διακοσμητικά στοιχεία τα συναντούμε πολύ συχνά στα σαμάρια της Λέσβου, καθώς χρησιμοποιήθηκαν από πολλούς σαμαράδες. Έχουν εντοπισθεί τρία σαμάρια της ομάδας αυτής όλα κατασκευασμένα την δεκαετία του 1930. Και στα τρία, βασικά στοιχεία για την διακόσμηση είναι τα ζουμπουλέλια και τα κυπαρισσάκια με την ίδια διάταξη. Τα ζουμπουλέλια είναι συμμετρικά τοποθετημένα  στις άκρες του νώμου. Δίπλα στο κάθε ένα προς το μέσον του νώμου είναι επίσης συμμετρικά τοποθετημένα τα δυο κυπαρισσάκια (φωτ.13). Εδώ οι κορυφές των κυπαρισσιών απομακρύνονται η μια από την άλλη, για να δημιουργηθεί χώρος να σκαλίσει ο Καρβούνης το όνομά του στη γνωστή θέση. Οι μαργαρίτες, καθώς είναι μικρότερες, τοποθετούνται σε διάφορα σημεία, για να γεμίσουν τον καινό χώρο. Σε ένα από τα τρία αυτά σαμάρια δεν υπάρχουν μαργαρίτες. Τα πλώμια της ομάδας αυτής αφήνουν καινό χώρο στο μέσον του νώμου, γι’ αυτό εκεί  έχει τοποθετηθεί το όνομα του χωριού αλλά και η ημερομηνία κατασκευής και τα αρχικά του ονόματος του ιδιοκτήτη  στα δυο από τα τρία σαμάρια. Στο τρίτο το όνομα του χωριού δεν υπάρχει καθόλου και είναι το μόνο από τα γνωστά σε εμάς σαμάρια του Καρβούνη που δεν είναι γραμμένο το όνομα του χωριού του.
           φωτ.14   Νώμος σαμαριού με άλογα.
        Στα σαμάρια με άλογα τα πλώμια που κυριαρχούν είναι δυο άλογα τοποθετημένα το ένα αντίκρυ από το άλλο το ένα στη δεξιά και το άλλο στην αριστερή μεριά του νώμου (φωτ. 14). Στο κέντρο του νώμου που παραθέτουμε υπάρχει στερεωμένη μια σιδερένια κατασκευή που ονομάζεται “σίδερο του νώμου”. Μια όμοια κατασκευή το “σίδερο του πισνού” υπάρχει στερεωμένη στο πισνό όλων των σαμαριών. Τα δυο αυτά σίδερα χρησιμεύουν στην στερέωση των φορτίων επάνω στο σαμάρι. Παλιά έβαζαν σίδερο μόνο στο πισνό. Αργότερα έβαζαν και στο νώμο αλλά μόνο όταν το ζητούσε ο ιδιοκτήτης. Τις τελευταίες λίγες δεκαετίες βάζουν πάντα και στο νώμο. Όταν καθιερώθηκε η τοποθέτηση του σίδερου και στο νώμο, τοποθετήθηκαν σίδερα εκ των υστέρων και σε  σαμάρια που δεν είχαν αρχικά, όταν κατασκευάστηκαν. Στην περίπτωση αυτή καλύφθηκαν τα πλώμια που υπήρχαν στο κέντρο του νώμου. Αυτό ακριβώς συνέβη και στο σαμάρι της φωτογραφίας 14. Κάτω από το σίδερο υπάρχει σκαλισμένος μικρός δικέφαλος αετός. Διακρίνονται η ουρά και τα πόδια του. Πιο πάνω από το σίδερο υπάρχει κορώνα. Ο Καρβούνης ήταν φιλοβασιλικός στην ιδεολογία. Ωστόσο κορώνα συναντούμε σε λίγα σαμάρια του. Χαμηλότερα από το σίδερο υπάρχουν αριστερά τα αρχικά του ονόματος του ιδιοκτήτη και δεξιά η ημερομηνία κατασκευής 1941. Και τα δυο είναι φθαρμένα και διακρίνονται δύσκολα. Το όνομα του χωριού του είναι γραμμένο στο επάνω μέρος του νόμου δίπλα στο δικό του. Με ύψιλον και δυο λάμδα: ΠΑΜΦΥΛΛΑ. Στην φωτ. 11 το έχουμε δει γραμμένο ΠΑΜΦΙΛΑ,  στη φωτ. 13  ΠΑΦΛΑ και υπάρχει σαμάρι στο οποίο είναι γραμμένο ΠΑΜΦΥΛΑ.
       φωτ.15  Αετός κομμένος από κάποιο έντυπο.
            Για το κάθε ένα από τα πλώμια που σκάλιζε είχε το αντίστοιχο πρότυπο φτιαγμένο από χαρτόνι. Για να φτιάξει τα πρότυπα,  έβρισκε σε εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία (φωτ.15) τα σχέδια που τον ενδιέφεραν. Στη συνέχεια τα αντέγραφε με καρμπόν σε χαρτόνι και μετά έκοβε το χαρτόνι ακολουθώντας το περίγραμμα που σχηματιζόταν  επάνω σε αυτό  (φωτ.16,17,18,19).                                                                                                                                                                                                                                                                                                        
 Όταν ήθελε να σκαλίσει κάποιο σχέδιο  έπαιρνε το αντίστοιχο πρότυπο  και έκανε με μολύβι το περίγραμμα του επάνω στο νώμο. Για να προβάλλουν τα σχέδια ανάγλυφα πρέπει η επιφάνεια του ξύλου που υπάρχει ανάμεσα τους να υποχωρήσει κατά  δύο ή τρία χιλιοστά. Αυτό  το πετύχαινε αφαιρώντας ξύλο από τις επιφάνειες αυτές με ειδικά κοφτερά εργαλεία  που λέγονται σμίλες.

φωτ.16 Πρότυπο κυπαρισσιού.


     

φωτ.17   Πρότυπα ζουμπουλιών.

φωτ18  Πρότυπα αετών.        








φωτ.19  Πρότυπο κορώνας

















. Μετά την αφαίρεση του ξύλου,  για να γίνει ομορφότερη αυτή η επιφάνεια , να καλυφθούν οι σμιλιές και να γίνει ομοιόμορφη  σε όλα της τα σημεία την “κτυπούσε” με κάποια άλλα “πλουμστάρια”. Απλά εργαλεία τα οποία κατασκεύαζαν οι σιδεράδες του χωριού. Ένα μακρόστενο σιδερένιο στέλεχος 10 με 15 εκατοστά μήκος το κάθε                                                                                                                                                ένα στο κάτω άκρο του οποίου έχουν δημιουργήσει    με τη λίμα πυραμιδοειδείς ακίδες (φωτ.20).                                                                                        
  φωτ.20  Πλουμστάρ.                                      
           
     Η επιφάνεια αυτή με τις ακίδες σε άλλα “πλουμστάρια” είναι κυκλική και σε άλλα έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου. Σε κάποια έχει διάμετρο μισό εκατοστό, ενώ σε κάποια άλλα δύο-τρία χιλιοστά. Ανάλογα βέβαια είναι  το σχήμα και η διάμετρος του στελέχους.  Όταν οι επιφάνειες ανάμεσα στα σχέδια του νώμου ήταν  στενές,   χρησιμοποιούσε εργαλείο μικρής διαμέτρου, ενώ αν ήταν  φαρδύτερες   χρησιμοποιούσε εργαλείο μεγαλύτερης. Αν το σχέδιο έχει ευθείες γραμμές,  πρέπει η επιφάνεια με τις ακίδες  να έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, ενώ αν έχει   καμπύλες γραμμές να είναι κυκλική. Τοποθετούσε στην επιφάνεια του νώμου την άκρη του εργαλείου που έχει  τις ακίδες και κτυπούσε με το σφυρί την άλλη άκρη του. Αυτό το επαναλάμβανε, ώσπου να καλύψει λίγο-λίγο όλη την επιφάνεια μεταξύ των σχεδίων.
        Στο πισνό και τις παγίδες οι επιφάνειες είναι μικρές και δεν δίνουν τη δυνατότητα στο σαμαρά να κάνει μεγάλα και πολύπλοκα πλώμια. Εδώ τα πλώμια είναι απλά και δεν είναι σκαλισμένα αλλά απλώς χαραγμένα. Χαράσσονται με απλά μακρόστενα μεταλλικά εργαλεία των οποίων η μια άκρη είναι κοφτερή και έχει το σχήμα που θέλει ο σαμαράς να χαράσσεται στο ξύλο, όταν  χτυπάει με το σφυρί την άλλη άκρη του.
φωτ.21 Διακοσμητικό στο πισνό σαμαριού.

        Στη φωτογραφία 21 βλέπουμε λεπτομέρεια από το πισνό σαμαριού. Διακρίνονται στρογγυλά διακοσμητικά με αστράκια στο μέσον και ανεστραμμένα κεφαλαία ελληνικά λάμδα γύρω τους. Τα αστράκια  δημιουργήθηκαν με το πλουμστάρ της φωτογραφίας 22 και τα ανεστραμμένα λάμδα με το πλουμστάρ της φωτογραφίας 23.
    Με τα “πλουμστάρια” “φαρδύς νύχαρους”, “στενός νύχαρους”, νύχ”, “νχέλ”και “παρανχέλ” (φωτ.24) “χτυπούσε” στα σαμαρόξυλα καμπύλα σχέδια διαφόρων μεγεθών. Συνδυάζοντας ανά δυο μικρά καμπύλα σχέδια αντικριστά το ένα από το άλλο δημιουργούσε χάντρες οι οποίες επαναλαμβανόμενες στη σειρά σχηματίζουν  γιρλάντες. Χρησιμοποιούσε τις γιρλάντες αυτές πολύ συχνά τόσο για το στόλισμα του νώμου όσο και του πισνού και των παγίδων. Πάντα στην περιφέρεια του σαμαρόξυλου ακολουθώντας το περίγραμμα του (φωτ. 25). Σε όλα τα γνωστά σε εμάς  σαμάρια η γιρλάντα αυτή κοσμεί όλο το εξωτερικό περίγραμμα του μπροστινού μέρους του νώμου.
φωτ.22   Πλουμστάρ.
φωτ.23     Πλουμστάρ.
φωτ. 24           Φαρδύς νύχαρους, στενός νύχαρους, νύχ, νχέλ και παρανχέλ.
φωτ.25 Διακοσμητικά σχέδια σε νώμο σαμαριού.
              Σε όλους επίσης τους νώμους των σαμαριών του Καρβούνη αμέσως μετά την γιρλάντα με τις χάντρες και παράλληλα προς αυτή υπάρχουν χαραγμένες δυο ή τρεις  αυλακιές. Ίδιες αυλακιές υπάρχουν και στο “πισνό” και στις “παγίδες”. Είναι ένα πολύ συνηθισμένο διακοσμητικό στοιχείο  στα σαμάρια της Λέσβου. Τις χάραζε με το “κινίσ”. Πρόκειται για μικρό ξύλινο εργαλείο στο οποίο στερεώνεται με ξύλινη σφήνα ένα μεταλλικό στέλεχος (φωτ.26). Στο άκρο του στελέχους αυτού, που προεξέχει από το κάτω μέρος του κινισιού,  υπάρχουν δύο ή τρεις ακίδες. “Τραβώντας”   με το κινίσ σχηματίζονται δυο ή τρεις παράλληλες αυλακιές στα σαμαρόξυλα. Ανάλογα με τις  ακίδες του μεταλλικού στελέχους οι  αυλακιές είναι λιγότερο η περισσότερο φαρδιές και  η μεταξύ τους απόσταση μπορεί να είναι διαφορετική. Είναι δυνατόν οι αυλακιές που δημιουργεί ένα κινίσ  να  έχουν   ίδιο φάρδος ή  διαφορετικό. Εμείς στα κινίσια που εντοπίσαμε έχουμε δει τις εξής περιπτώσεις: α) δυο στενές ακίδες, β) δυο φαρδύτερες, γ)  μια στενή και μια λίγο φαρδύτερη, δ) μια στενή και  μια χαρακτηριστικά φαρδιά, ε) τρις ακίδες. Απ'αυτές οι δυο στενές, στην άκρη, και η μια χαρακτηριστικά φαρδιά, στο μέσον. Τα δυο τελευταία είδη ακίδων τα είχαν τα “αγιασώτικα” κινίσια, τα οποία ονομάστηκαν έτσι γιατί χρησιμοποιήθηκαν μόνο στα “αγιασώτικα”σαμάρια. Στη φωτ. 27 διακρίνουμε  τρις αυλακιές που “τραβήχτηκαν” στο πισνό “αγιασώτικου” σαμαριού από τον Καρβούνη.
φωτ.    κινίσ   
                Η δεξιά πλευρά του κινισιού προεξέχει από το κάτω μέρος του κατά 2 με 2.5 εκατοστά  (φωτ.26). Η προεξοχή αυτή αποτελεί τον οδηγό του εργαλείου. Όταν χρησιμοποιεί το κινίσ ο σαμαράς, ο οδηγός εφάπτεται συνέχεια σε  πλευρά του νώμου, του πισνού ή της παγίδας που είναι κάθετη προς την επιφάνεια που χαράσσονται οι αυλακιές. Στη φωτ.28 φαίνεται ο τρόπος που κρατάει και χρησιμοποιεί ο σαμαράς το κινίσ.
              Το κινίσ δεν είναι βιομηχανοποιημένο εργαλείο. Το κατασκεύαζαν στα χωριά του νησιού. Ο μαραγκός το ξύλινο τμήμα του και ο σιδεράς το σιδερένιο. Αυτή είναι η αιτία που δεν είναι τυποποιημένες οι διαστάσεις του. Αν ένας σαμαράς έχει τρία κινίσια θα έχουν και τα τρία παραπλήσιες μεν, αλλά διαφορετικές διαστάσεις. Το κινίσ της φωτογραφίας 26 έχει μήκος 15.5  εκατοστά, ύψος  5.5 εκ. και πλάτος 3.5 εκ. Αυτές είναι περίπου οι διαστάσεις που έχουν όλα τα κινίσια.
φωτ.27    Αυλακιές “τραβηγμένες” με αγιασώτικο κινίσ.
           Αμέσως μετά τις αυλακιές και παράλληλα προς αυτές  υπάρχει σε όλα τα σαμάρια γιρλάντα με “γλώσσες” (φωτ.25).  Αρχίζει περίπου από το ύψος του δεξιού  σκαρβελιού και τελειώνει περίπου στο ύψος του αριστερού.
φωτ.28 Ο τρόπος που κρατάει και χρησιμοποιεί ο σαμαράς το κινίσ.
       Μέρος της διακόσμησης του σαμαριού είναι και οι “καμπαράδες”, τα καρφιά με το μεγάλο καμπυλωτό “κεφάλι” που διακρίνουμε στους νώμους των οποίων έχουμε παραθέσει φωτογραφία . Στη φωτογραφία 29 βλέπουμε λεπτομέρεια από σαμάρι που κατασκευάστηκε το 1931. Αυτό είναι το πιο παλιό σαμάρι που έχουμε εντοπίσει. Οι καμπαράδες που υπάρχουν στο σαμάρι αυτό είναι  σπάνιοι. Δεν τους έχουμε συναντήσει σε κανένα άλλο σαμάρι του Καρβούνη ή άλλου σαμαρά. Στη φωτογραφία 11 στον καμπαρά, ανάμεσα στα δυο κεφάλια του αετού, καθώς και σε εκείνον ανάμεσα στο αριστερό κεφάλι και την αριστερή φτερούγα, διακρίνουμε στρογγυλά κομμάτια δέρμα. “Πιτσέλια στρουντζλά για τσ’ καμπαράδις" τα αποκαλεί ο Αριστείδης Κανάρης. Μέρος της διακόσμησης και αυτά. Σίγουρα υπήρχαν και σε άλλους καμπαράδες του ίδιου νώμου. Πιθανόν  σε όλους. Με τον καιρό όμως φθάρθηκαν και εξαφανίστηκαν.
  φωτ.29    Καμπαράδες.
          Υπήρχαν σαμαράδες οι οποίοι σκάλιζαν αξιόλογα σχέδια, αλλά  όλα τα χρόνια της δουλειάς τους χρησιμοποιούσαν σε κάθε σαμάρι  που κατασκεύαζαν τα ίδια σχέδια και με την ίδια διάταξη επάνω στο σαμάρι. Το μόνο που άλλαζε ήταν τα αρχικά του πελάτη και η ημερομηνία κατασκευής, αν την έβαζαν. Αντίθετα είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καρβούνης   χρησιμοποιούσε μια μεγάλη για τα δεδομένα του επαγγέλματος ποικιλία σχεδίων. Στα σαμάρια που κατασκεύαζε χρησιμοποιούσε μια από τις τρεις ομάδες με τη συγκεκριμένη διάταξη σχεδίων που ήδη αναφέραμε. Αλλά ανάλογα με το μέγεθος του χώρου που διαθέτει κάνει τα σχέδια αυτά μικρότερα ή μεγαλύτερα. Ακόμα, αν το σαμάρι είναι μεγάλο,   τοποθετεί ανάμεσα στα σχέδια μιας ομάδας κάποια από άλλη ομάδα, για να γεμίσει τον χώρο. Ανάλογα με την οικονομία του χώρου και για να πετύχει από αισθητική άποψη καλύτερο αποτέλεσμα, αλλάζει τη θέση  του ονόματος του χωριού του, της ημερομηνίας κατασκευής, των αρχικών του ιδιοκτήτη. Τον ενδιαφέρει να έχει κάθε φορά το καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα γι’ αυτό προβληματίζεται για τον τρόπο που  θα στολίσει το κάθε ένα από τα σαμάρια που  κατασκευάζει. “΄Ηνταν ψλουλόγους πουλύ, πάρα πουλύ”. Έτσι δημιουργεί αξιόλογα έργα ξυλογλυπτικής τέχνης διακοσμημένα με χαρακτή  και ανάγλυφη  διακόσμηση. Τα σαμάρια του Καρβούνη μαζί με  όμορφα  δείγματα άλλων σαμαράδων του νησιού πιστοποιούν ότι στη Λέσβο αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος κλάδος λαϊκής ξυλογλυπτικής  που συνδέεται με τις ανάγκες της επαγγελματικής ζωής των κατοίκων του νησιού μας. Την ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΣΑΜΑΡΙΩΝ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ.                                                                                                

  ΑΛΕΞΑΔΡΟΣ  ΚΙΟΥΡΕΛΛΗΣ                                               ΣΤΡΑΤΗΣ  Α. ΚΙΟΥΡΕΛΛΗΣ