ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
Ανάμεσα στα 1850 και 1912 η πόλη της Μυτιλήνης γνώρισε μια περίοδο πρωτοφανούς οικονομικής ανάπτυξης και ακμής που συνέτεινε στο άνοιγμα του ορίζοντα της στον πολιτισμό της Ανατολής και της Δύσης. Η προσέλκυση ταλαντούχων αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών, γηγενών και ξένων που ακολούθησε μετέβαλε ριζικά την πολεοδομική και αρχιτεκτονική της φυσιογνωμία με την ανέγερση πληθώρας ιδιωτικών και δημοσίων κτιρίων.
Aνάμεσα στα 1850 μέχρι τα 1930 περίπου εμφανίστηκε στην αρχιτεκτονική της κατοικίας της μυτιληνιάς ανώτερης αστικής τάξης ένα διακριτό αρχιτεκτονικό ιδίωμα.
Ολόκληρη η εξεταζόμενη αυτή ιστορική
περίοδο (1850-1930) χαρακτηρίζεται από την υιοθέτηση των ιστορικών στιλ της
δυτικής (ευρωπαϊκής) αρχιτεκτονικής, που αντικατέστησε στα δημόσια τουλάχιστον
κτίρια και στις αστικές κατοικίες μιας προνομιούχας τάξης, την αυτόχθονη
αρχιτεκτονική της Ανατολής. Από το άλλο μέρος η μυτιληνιά
αρχιτεκτονική της περιόδου αυτής, στο μεγαλύτερο μέρος της τουλάχιστον, δεν αναφέρεται
απευθείας στα ευρωπαϊκά ή αθηναϊκά πρότυπα αλλά αναπτύσσει ένα τοπικό ιδίωμα,
συμβατό με τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο ζωής που θα μπορούσε ακόμα και να
εκληφθεί ως τοπική «Σχολή της Μυτιλήνης».
Οι κατοικίες έχουν ταξινομηθεί από την κ.
Ιωάννας Σωτηρίου-Δωροβίνη σε τρεις χρονικές περιόδους, την πρώιμη
(1850-1880), τη μεσαία (1880-1900) και την ώριμη (1900-1930).
Οι ιδιοκτήτες των κατοικιών της
πρώιμης φάσης (1850-1880) ήταν κυρίως μεγαλογαιοκτήμονες και έμποροι (Κοντής
Βουρνάζος, Εμμανουήλ Λουκάς, Χαλήμ Βέης) με κύριο χώρο των δραστηριοτήτων τους
τη Μυτιλήνη, ενώ οι εμπορικές τους συναλλαγές επεκτείνονταν προς την
Κωνσταντινούπολη, προς διάφορα άλλα ευρωπαϊκά κέντρα και τη Ρωσία. Ως προύχοντες κατείχαν δημόσια αξιώματα και
ανέπτυξαν πλούσια κοινωνική δράση.
Η ενδοχώρα της Μικράς Ασίας υπήρξε η
πρωταρχική, πλούσια πηγή υλικών για τη βαριά κατασκευή των κτιρίων της
Μυτιλήνης. Ήδη από το 1850 περίπου αναφέρεται ότι «την ξυλεία εφοδιάζονταν από
τις απέναντι ακτές της Μικράς Ασίας, ενώ η κοκκινωπή πέτρα, που προσδίδει το
ιδιαίτερο χρώμα στα δημόσια κτίρια, τις εκκλησίες και στις κατοικίες, ήταν από
το μικρό νησί του Αδραμηττινού κόλπου Σαρμουσάκ. Δύο επίσημα κτίρια της
Μυτιλήνης αναφέρονται να έχουν κτιστεί με πέτρα Σαρμουσάκ: το τουρκικό Γυμνάσιο
(Ινταντιέ), σημερινά δικαστήρια, και ο Άγιος Θεράπων, ενώ πολύ συχνά αναφέρεται
η χρήση της και στις ιδιωτικές κατοικίες (οικίες Βαμβούρη, Σιφναίου κ.α.).
Σε αντίθεση με την κοκκινωπή πέτρα
Σαρμουσάκ, η γκριζόμαυρη πέτρα που χρησιμοποιείται σε αρκετά κτίρια της
Μυτιλήνης (οικία Ι. Γεωργιάδη, Τ. Καμπούρη κλπ) αναφέρεται ότι προέρχεται από
τη Φώκαια της Μ. Ασίας ή από την Γέρα της Λέσβου.
Κατά την πρώιμη και τη μεσαία φάση
(1850-1900) πολλά υλικά κατασκευής και μόνιμα στοιχεία εξοπλισμού και
διακόσμησης της κατοικίας αναφέρεται ότι εισάγονται από τους ίδιους τους
ιδιοκτήτες στη Μυτιλήνη, από χώρες του εξωτερικού όπου έδρευαν οι επιχειρήσεις
τους ή όπου είχαν εμπορικές συναλλαγές.
Οι ιδιοκτήτες των κατοικιών της μεσαίας
φάσης (1880-1900) ήταν σχεδόν όλοι εκπρόσωποι της τάξης των εμπόρων και
επιχειρηματιών της διασποράς.
Ο Ιωάννης Γεωργιάδης και ο Σταύρος
Σταθόπουλος δεν ήταν Μυτιληνιοί αλλά μεγαλοεπιχειρηματίες του εξωτερικού που
εγκαταστάθηκαν στην πόλη λόγω γάμου ή και ευνοϊκών οικονομικών συγκυριών. Ο
Εμμανουήλ Τζανέλλης ήταν ο μόνος που έφερε τα χαρακτηριστικά της τάξης της
πρώιμης φάσης: μεγαλοκτηματίας και έμπορος λαδιού, είχε έδρα των επιχειρήσεων
του τη Μυτιλήνη και υποκαταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη.
Οι ιδιοκτήτες των κατοικιών της ώριμης φάσης (1900-1930) ανήκαν σε μια ευρύτερη κοινωνική διαστρωμάτωση: επιστήμονες, ανώτεροι
υπάλληλοι επιχειρήσεων, ντόπιοι γαιοκτήμονες και έμποροι γεωργικών προϊόντων,
αλλά και έμποροι από τις πλούσιες παροικίες, κυρίως της Αιγύπτου.
Κατά την ώριμη φάση και
ειδικά κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα, όπου παρατηρείται αθρόα οικοδόμηση
κατοικιών και ταυτόχρονη αύξηση των συγκοινωνιών και του εμπορίου, φαίνεται ότι
πληθώρα υλικών και στοιχεία εξοπλισμού, ειδικών προδιαγραφών, βρίσκονται πλέον
διαθέσιμα στην αγορά της Μυτιλήνης.
Οι ιστορικές μαρτυρίες για τους
αρχιτέκτονες, τους εμπειρικούς, τους ζωγράφους, τους οικοδόμους και γενικά
όλους αυτούς που ασχολήθηκαν με την ανέγερση τόσο των κοινοτικών οικοδομημάτων
όσο και των κατοικιών είναι ελάχιστες. Προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τους
απογόνους της κοινωνίας των ιδιοκτητών και αφορούν τις κατοικίες της μεσαίας
και της ώριμης φάσης (1880-1930), στερούμενοι παντελώς στοιχείων για επώνυμους
αρχιτέκτονες κατά την πρώιμη φάση (1850-1880).
Ο αρχιτέκτων Αργύρης Κωνσταντίνου
Αδαλής (1854-1915).
Ο Αργύρης Αδαλής καταγόταν από ευκατάστατη
οικογένεια της Μυτιλήνης και ήταν μοναχογιός. Ο πατέρας του ήταν οικοδόμος, με
καταγωγή από τα Μοσχονήσια και η μητέρα του πιθανώς προερχόταν από το Μωρηά.
Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στη
Γερμανία. Αναφέρεται σαν βοηθός του Ερνέστου Τσίλλερ και του Θεόφιλου Χάνσεν.
Στη Μυτιλήνη θα πρέπει να επέστρεψε γύρω στα 1880, αφού από τότε χρονολογείται
το πρώτο αναφερόμενο έργο του, η κατοικία του Κων. Νιάνια (1882).
Ο (εμπειρικός) αρχιτέκτων
Δημήτρης Μεϊμάρης.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή ο
Δημ. Μεϊμάρης, ο Πέτρος Βέκκιος και ο Βούρος ήταν μαθητευόμενοι στο εργαστήρι
του Γιαννούλη Χαλεπά στην Τήνο και ήλθαν στη Λέσβο με την ανάληψη του έργου του
τέμπλου στο ναό της Αγίας Βαρβάρας του χωριού Πάμφιλα. Είναι πιθανώς ο πρώτος
διορισμένος δημοτικός αρχιτέκτονας και
φαίνεται ότι εξαιτίας της θέσης του έλαβε μέρος στην ανέγερση σημαντικών
κοινοτικών κτηρίων.
Ο (εμπειρικός) αρχιτέκτων
Ασημάκης Φούσκας (1870 περίπου-;).
Ο Ασημάκης Φούσκας γεννήθηκε στη
Μυτιλήνη γύρω στα 1870. Ο πατέρας του ήταν φημισμένος οικοδόμος στη Μικρά Ασία,
όπου έκτιζε κατοικίες για πλουσίους Τούρκους και Έλληνες. Σύμφωνα με όλες τις
ενδείξεις ήταν εμπειρικός αρχιτέκτονας που μαθήτευσε στον πατέρα του, στη
Σμύρνη και γενικότερα στη Μ. Ασία (Δικελί, Πέργαμο, Κωνσταντινούπολη).
Διετέλεσε διορισμένος αρχιτέκτων του Δήμου Μυτιλήνης, διαδεχόμενος προφανώς τον
Δ. Μεϊμάρη.
Ο αρχιτέκτων Ιγνάτιος Βαφειάδης.
Ο Ιγνάτιος Βαφειάδης ήταν παιδί
αγροτικής, πολυμελούς οικογένειας από το χωριό Ερεσός της Λέσβου, με
οικογενειακό όνομα Καστρινός. Σε νεαρή ηλικία υιοθετήθηκε από την ευκατάστατη
μυτιληνιά οικογένεια Βαφειάδη. Σπούδασε στο «Σχολείο Τεχνών», το σημερινό
Πολυτεχνείο, κατά το δεύτερο χρόνο ίδρυσης του και απεφοίτησε από τη σχολή
Πολιτικών Μηχανικών το 1892, έχοντας καθηγητή τον Ερνέστο Τσίλλερ.
Αναφέρεται ως συνεργάτης του Γάλλου
αρχιτέκτονα E. Trump μέχρι
το 1900 και ως ελεύθερος επαγγελματίας μέχρι το 1907. Το 1907 κέρδισε στον
αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το θέατρο της Σμύρνης όπου και εγκαταστάθηκε
μόνιμα ως τη Μικρασιατική καταστροφή. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή
επέστρεψε στην Αθήνα, όπου συνέχισε την επαγγελματική του σταδιοδρομία.
Ο (Κωνσταντινουπολίτικης
καταγωγής) μηχανικός Ιάκωβος (James)
Αριστάρχης ( περίπου 1860-1920).
Ο Ιάκωβος Βέης Αριστάρχης καταγόταν από
επιφανή Φαναριώτικη οικογένεια. Ο πατέρας του
Μιλτιάδης διετέλεσε ηγεμόνας της Σάμου στα 1859-1866 και του απονεμήθηκε
ο κληρονομικός τίτλος του πρίγκιπα (Βέη). Ο Ιάκωβος Αριστάρχης μεγάλωσε στη
Σάμο και σπούδασε στο Γαλλικό κολέγιο St. Barbe των Παρισίων, στην Οξφόρδη της Αγγλίας και αργότερα
πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Κατείχε υψηλή θέση στην
τούρκικη διοίκηση σαν αρχιμηχανικός Νήσων Αρχιπελάγους. Ανέπτυξε σημαντικότατο
έργο στην κατασκευή δικτύων δρόμων στα
νησιά Λέσβο, Χίο, Ρόδο και Ικαρία. Στη Μυτιλήνη το μόνο αρχιτεκτονικό του έργο
είναι οι δίδυμες κατοικίες του Νικολάου Κουκλέλη και η προσωπική του κατοικία
στη Σουράδα.
Ο Σμυρνιός αρχιτέκτονας Ξενοφών
Λάτρης (1825 περίπου-1914).
Ο Ξενοφών Λάτρης ήταν από μεγάλη
οικογένεια εμπόρων, ιατρών και λογίων με καταγωγή από την Κρήτη. Ο πατέρας του
Σάββας Λάτρης ήταν έμπορος εγκατεστημένος στη Σμύρνη. Σπούδασε αρχιτεκτονική
στο Igolstalt της Βαυαρίας και θα πρέπει να επέστρεψε στη Σμύρνη γύρω στα
1850, όπως συνάγεται από την ανέγερση του καμπαναριού της Αγίας Φωτεινής το
1856. Αναφέρεται σαν αρχιτέκτονας της οικογένειας Εμμανουήλ Τζανέλλη στη
Μυτιλήνη, προφανώς λόγω των συγγενικών δεσμών που συνέδεαν τις οικογένειες
Βουρνάζου με Λάτρη.
Ο ζωγράφος Βασίλης Ιθακήσιος
(1879-1977).
Ο Βασίλης Ιθακήσιος, γιος του Δημητρίου
και της Μαριγώς Γεωργαντά, γεννήθηκε στην περιοχή ανάμεσα στα προάστια της
Μυτιλήνης Καγιάνι και Ακρωτήρι το 1879. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών
(Πολυτεχνείο της Αθήνας) ανάμεσα στα 1860-1869 και στην Αμβέρσα. Από το 1910 ως
το 1922 εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου και σταδιοδρόμησε σαν διακεκριμένος
Έλληνας ζωγράφος. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή κατέφυγε στη Μυτιλήνη, στην
Κεφαλονιά και τελικά στην Αθήνα.
Το γνωστό ζωγραφικό του έργο
αποτελούν τρείς χιλιάδες περίπου πίνακες τοπίων και προσωπογραφιών που κοσμούν
δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, ενώ το άγνωστο ζωγραφικό του έργο είναι οι
οροφογραφίες τριών τουλάχιστον μυτιληνιών κατοικιών (Β. Γούτου, Σ. Κατσακούλη
και της εξοχικής κατοικίας του Αργύρη Αδαλή).
Ο ζωγράφος Μαρίνος Κωνσταντινίδης
(1870;-1951).
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες σχετικά
με τη ζωή και το έργο του μυτιληνιού αυτού ζωγράφου. Σπούδασε στο Σχολείο των
Τεχνών και εργάστηκε σαν καθηγητής στο Α΄ Γυμνάσιο Μυτιλήνης. Αναφέρεται σαν
ζωγράφος των ακόλουθων κατοικιών: Δ. Κουκλέλη, Μ. Κατσάνη, Ν. Ράλλη, Γ.
Καψιμάλη (δίδυμες κατοικίες).
Το κείμενο που προηγήθηκε αποτελεί συρραφή κειμένων από την
διδακτορική διατριβή της κ. Ιωάννας Σωτηρίου-Δωροβίνη (2001): "Η
αρχιτεκτονική των κατοικιών της ανώτερης αστικής τάξης της Μυτιλήνης (1850 -
1930)". Από την ίδια διατριβή προέρχονται οι πληροφορίες που συνοδεύουν τις
φωτογραφίες που ακολουθούν.
32. Οικία Παναγιώτη Παραδέλλη.
Μυτιλήνη, στην περιοχή Ακλειδιού. Η οικοδόμηση της κατοικίας άρχισε το 1890 και ολοκληρώθηκε
το 1897.
31. Αρχοντικό Αχιλλέα Βουρνάζου
Ο Αχιλλέας Βουρνάζος ήταν γόνος μεγάλης μυτιληνιάς οικογένειας γαιοκτημόνων και προεστών και ένας από τους τρείς γιούς του Κ. Βουρνάζου. Αναδείχθηκε σε μεγαλέμπορο και επιχειρηματία της διασποράς, μεταναστεύοντας σε νεαρή ηλικία στην Οδησσό της Ρωσίας. Εκεί απέκτησε τεράστια χρηματική και ακίνητη περιουσία από εμπορικές και οικοδομικές επιχειρήσεις. Έκτισε στη Μυτιλήνη σχεδόν ταυτόχρονα δυο κατοικίες. Τη μία στο Κιόσκι ως μόνιμη κατοικία, μετά την οριστική του επιστροφή από τη Ρωσία και μια στο προάστιο Βαρειά ως παραθεριστική. Θεωρείται πιο πιθανό να είχε πρώτα κτίσει την παραθεριστική κατοικία, ενόσω ζούσε ακόμα στη Ρωσία, αφού συνήθιζε να περνά τις θερινές του διακοπές στη Μυτιλήνη. Ο Αχιλέας Βουρνάζος αναφέρεται σαν ιδιοκτήτης σαπωνοποιείου. Πέθανε νέος σε ηλικία μόλις 42 ετών.
Η κατοικία κτίσθηκε το 1888 σε μεγάλη παραθαλάσσια έκταση στην περιοχή του Κιοσκιού στους πρόποδες του φρουρίου. Η αρχική έκταση ήταν περίπου 5 στρέμματα και μέσα σε αυτή κτίσθηκε αργότερα μια δεύτερη κατοικία της οικογένειας από την χήρα Πηνελόπη Βουρνάζου. Αρχιτέκτονας ήταν ο Αργύρης Αδαλής και επιβλέποντας της κατασκευής το Ασ. Φούσκας. Η κατοικία οργανώνεται σε τέσσερα επίπεδα: το ημιυπόγειο με βοηθητικούς χώρους, δυο ορόφους κύριας κατοικίας και το σερβανί (σοφίτα) για τη διαμονή του υπηρετικού προσωπικού.Οι επίσημοι χώροι υποδοχής, όπως και τα δωμάτια της πρόσοψης του τελευταίου ορόφου φέρουν τοιχογραφίες άγνωστων ζωγράφων. Το μόνιμο υπηρετικό προσωπικό της οικογένειας αποτελούσαν η μαγείρισσα, η νταντά, η νοσοκόμα και η καμαριέρα.
Στον κήπο υπάρχει το βοηθητικό κτίσμα που συγκέντρωνε τις λειτουργίες του πλυσταριού, του αμαξοστασίου και της κατοικίας του αμαξά.
30. Αρχοντικό Βασιλείου Γούτου.
O Βασίλειος Γούτος καταγόταν από παλιά οικογένεια γαιοκτημόνων και εμπόρων της Μυτιλήνης. Υπάρχουν πολλές αναφορές σε αρχειακές πηγές, για μέλη της οικογένεια τα οποία ήδη από πολύ παλιά επιδίδονταν στην απόκτηση έγγειας ιδιοκτησίας (ιδίως ελαιοκτημάτων) και μέσων παραγωγής (πλοίου, ελαιουργείου, σαπωνοποιείου) ή αναδεικνύονται αργότερα ως πλούσιοι έμποροι στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και σε παροικίες της Αιγύπτου.
Ο Β. Γούτος ήταν μεγαλέμπορος λαδιού στη Μυτιλήνη και στην Κωνσταντινούπολη και αντιπρόσωπος διάφορων οίκων του εξωτερικού. Διετέλεσε, επί σειρά τεσσάρων θητειών δημογέροντας Μυτιλήνης. Την κατοικία αυτή έκτισε όταν νυμφεύτηκε την Μερόπη, μια από τις πέντε κόρες του Εμ. Τζανέλλη. Κτίστηκε στο Κιόσκι ανάμεσα στις οικίες των Μ. Κατσάνη και Γ. Καψιμάλη, σε περιοχή που κατά τον 18ο αιώνα αναφέρεται ως κήπος του Χασάν Πασά Τζεζαερλή και των αξιωματούχων του. Κατά τον 19ο αιώνα απαντάται ως ιδιοκτησία Αμηρά. Η χρονολογία ανέγερσης εκτιμάται ανάμεσα στα 1905-1907 ενώ ως προς τον αρχιτέκτονα αναφέρονται τα ονόματα των Ιγνάτιου Βαφειάδη, του Αργύρη Αδαλή και του Δ. Μεϊμάρη. Ο ζωγραφικός και επίπλαστος διάκοσμος οφείλεται σε Αθηναίους καλλιτέχνες που είχαν κληθεί στη Μυτιλήνη για το έργο αυτό.Στο κτίριο αυτό φιλοξενήθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος κατά την επίσκεψη του στη Μυτιλήνη το 1936.
1. Οικία Τζέημς Αριστάρχη.
Χτίστηκε γύρο στο
1860 στο Κιόσκι της Μυτιλήνης. Ο
Αριστάρχης γνωστός νομομηχανικός της Λέσβου κλήθηκε στη Μυτιλήνη από την
Σάμο για να χαράξει το οδικό δίκτυο του νησιού στα τελευταία χρόνια της
τουρκοκρατίας. Αγάπησε την πόλη, παντρεύτηκε μυτιληνιά και έχτισε το σπίτι για
να εγκατασταθεί στο Κιόσκι, πριν μετακομίσει αργότερα στη Σουράδα. Το σπίτι
είναι λιθόκτιστο στη βάση και ξύλινο στο επάνω μέρος.
Είναι ο πρώτος που έχτισε και λειτούργησε στην Αγία
Παρασκευή ατμοκίνητο ελαιοτριβείο το 1890. Δέκα χρόνια αργότερα αφού στο μεταξύ
ο Αριστάρχης προσέλαβε ως συνεταίρους τους Αγιαπαρασκευώτες Παναγιώτη και Μιλτιάδη
Πλάτωνα, έχτισε το 1910 και δεύτερο ατμοκίνητο ελαιοτριβείο, σε μικρή απόσταση
από το πρώτο, το οποίο όμως αχρηστεύτηκε μετά την λειτουργία του κοινοτικού ατμοκίνητου
ελαιοτριβείο το 1910.
Ο Αριστάρχης ως ένας από τους σημαντικούς μοχλούς της
διοικητικής και οικονομικής δομής της Λέσβου εκείνη την εποχή, θα ζητήσει από
την οθωμανική κυβέρνηση την άδεια κατασκευής και λειτουργίας σιδηροδρομικού
δικτύου στη Λέσβο. Το σχέδιο του Αριστάρχη προέβλεπε την κατασκευή
σιδηροδρομικού δικτύου από τη Μυτιλήνη προς Μόρια-Πηγή-Αγία Παρασκευή-Καλλονή
το οποίο θα εξυπηρετούσε τις παραπάνω περιοχές με τη μεταφορά επιβατών και
προϊόντων, όπως ελαιολάδου, πυρήνας, ξυλείας, τροφίμων και υλικών οικοδομών. Η
είδηση η οποία δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1911 στον τοπικό λεσβιακό τύπο,
δεν υλοποιήθηκε ποτέ, λόγω του ιταλοτουρκικού και ελληνοτουρκικού πολέμου που ακολούθησαν.
2. Κατοικία Ιωάννη Στ. Γεωργιάδη.
Η κατοικία ανεγέρθηκε το 1885 περίπου. Δεν υπάρχουν
πληροφορίες για τον αρχιτέκτονα. Με βάση τη συγκριτική μέθοδο αποδίδεται στον
Αργύρη Αδαλή.
Ο Ιωάννης Στ. Γεωργιάδης ανήκει στην κατηγορία των
επιχειρηματιών που προέρχονται από άλλα μέρη του ευρύτερου ελληνισμού και
εγκαταστάθηκαν στη Μυτιλήνη. Η οικογένεια Γεωργιάδη είναι ακόμα και σήμερα
ελάχιστα γνωστή στην τοπική κοινωνία της Μυτιλήνης, ενώ εκλείπουν οποιεσδήποτε
ιστορικές αναφορές του ονόματος καθιστώντας πολύ πιθανή την εκδοχή περί
προελεύσεως του Ιωάννη Γεωργιάδη από την Κωνσταντινούπολη. Η εγκατάσταση του
στη Μυτιλήνη πρέπει μάλλον να αναζητηθεί σε ευνοϊκές επαγγελματικές συγκυρίες
που προσέφερε η Λέσβος εκείνη την εποχή, παρά σε γάμο με πλούσια Μυτιληνιά,
καθώς η σύζυγός του Μαριγώ Νικολάου Κότη δεν φαίνεται να προέρχεται από
ονομαστή μυτιληνιά οικογένεια.
Σε αρχειακά έγγραφα ο Ιωάννης Γεωργιάδης αναφέρεται το 1895
ως εμποροβιομήχανος Έλληνας υπήκοος με καταγωγή από την Καρυστία και ο γιός του
Σταμάτιος ως Αυστριακός υπήκοος. Κατά το 1910 οι γιοί του Σταμάτιος και
Νικόλαος αναφέρονται ως βιομήχανοι με καταγωγή από την Κύμη Καρυστίας.
Οι αδελφοί Γεωργιάδη και Καλαμάρη ίδρυσαν το 1882 εμπορική
εταιρία με την επωνυμία «Ιωάννης Στ. Γεωργιάδης» και έκτισαν εργοστασιακό
συγκρότημα ατμοκίνητου ελαιοτριβείου, κλωστηρίου και μακαρονοποιείου στο βόρειο
άκρο της τουρκικής συνοικίας (σημερινή Επάνω Σκάλα).
Η εταιρεία του Ιωάννη Γεωργιάδη είχε εμπορικές συναλλαγές με
πόλεις της Μ. Ασίας (Σμύρνη, Τσεσμέ κ.ά.) και ακίνητη περιουσία στη Μυτιλήνη
και στην Κρήτη. Ο ίδιος απέκτησε επτά παιδιά, δύο από τα οποία συνέχισαν την
βιομηχανική δραστηριότητα μέχρι το 1911. Αργότερα η ιδιοκτησία μεταβιβάστηκε
στον Ι. Καλαμάρη με την επωνυμία του οποίου είναι γνωστή μέχρι σήμερα.
Η κατοικία εδώ και πολύ καιρό δεν ανήκει στην αρχική
οικογένεια. Κατά τη διάρκεια του πολέμου μετατράπηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο.
Στη συνέχεια απετέλεσε ιδιοκτησία ιδιωτών, που μετέτρεψαν σε σιδηρουργείο το
ισόγειο και κατοικίες τον όροφο. Σήμερα αποτελεί ιδιοκτησία της Περιφέρειας
Βορείου Αιγαίου.
3. Αρχοντικό Αντώνη Κούμπα.
Ο Αντώνης Κούμπας ήταν γόνος παλιάς και πολυπληθούς
μυτιληνιάς οικογένειας γαιοκτημόνων και εμπόρων της διασποράς. Πολλές είναι οι
αρχειακές πηγές σχετικά με μέλη της οικογένειας που εμφανίζονται ήδη από την
πρώιμη περίοδο να επενδύουν σε ελαιοκτήματα ή να είναι έμποροι στην αγορά της
Μυτιλήνης. Άλλα μέλη της οικογένειας αναδείχθηκαν σε πλούσιους εμπόρους και
επιχειρηματίες της διασπορά, όπως στην Αίγυπτο, στο Ταϊγάνι Ρωσίας και στη
Βραΐλα της Ρουμανίας.
Οι Μ.Α. Κούμπας και Ιωάννης Κούμπας φέρονται να αγοράζουν
μεγάλα αγροκτήματα στα Κεραμειά, στο Κέντρο και στο Ακρωτήρι από την οικογένεια
των Κωλαξίδηδων.
Ο Αντώνης Κούμπας
διετέλεσε, όπως και άλλα μέλη της οικογένειας δημογέροντας Μυτιλήνης στα 1909
και ήταν έμπορος στην Αίγυπτο, όπως και ο αδελφός του Νικόλαος Κούμπας. Ήταν
ανεψιός του Μιχαήλ Κούμπα, πλουσιότατου μεγαλοεπιχειρηματία και συνεταίρου του
Π.Μ. Κουρτζή. Νυμφεύτηκε την Όλγα Βενλή, απόγονο γνωστής οικογένειας εμπόρων
και δημογερόντων της Μυτιλήνης.
Η κατοικία κτίστηκε στην οδό Σαπφούς (κάθετη στην Ερμού στο
ύψος της Εθνικής Τράπεζας), την παλιά συνοικία των αρχόντων, την επονομαζόμενη
και Αρχοντομαχαλάς. Η ιδιοκτησία, σύμφωνα με την αποτύπωση του σχεδίου πόλης
του 1929, ανέρχεται σε 300 μ2 περίπου.
Η χρονολογία ανέγερσης είναι το 1900 (χαραγμένη στο υπέρθυρο
της κυρίας εισόδου) και ως αρχιτέκτονας αναφέρεται ο Αργύρης Αδαλής. Σήμερα
ιδιοκτήτης είναι το Υπουργείο Πολιτισμού.
4. Κατοικία Σταύρου Σταθόπουλου.
Ο Σταύρος Σταθόπουλος ανήκει στην κατηγορία των
μεγαλοεπιχειρηματιών που προέρχονται από άλλα μέρη του ευρύτερου ελληνισμού και
εγκαταστάθηκαν στη Μυτιλήνη λόγω γάμου με επώνυμες Μυτιληναίες. Καταγόταν από
τη Ζάκυνθο και έφερε ελληνική υπηκοότητα. Ανήκοντας σε ναυτική οικογένεια από
τη γενέτειρα, ίδρυσε μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και με ένα τρίτο πρόσωπο,
τον Βαλλιάνο, ναυτιλιακή εταιρεία στη Νεάπολη της Ιταλίας. Η εταιρεία γνώρισε
μεγάλη επιτυχία, αλλά μετά το θάνατο του αδελφού του ο Σταύρος Σταθόπουλος
εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Μυτιλήνη έχοντας νυμφευθεί την Χαρίκλεια, θυγατέρα του
Κοντή Βουρνάζου.
Είχε 12 καράβια, ιστιοφόρα και ατμοκίνητα και είχε συναλλαγές
με την Ιταλία, τη Ρωσία και τη Ρουμανία και μεγάλη κτηματική περιουσία στη
Μυτιλήνη.
Ο Σταύρος Σταθόπουλος αναφέρεται ως προύχοντας ανάμεσα σε
επώνυμους Μυτιληναίους ( μεταξύ των οποίων ο Χαλήμ Βέης, ο Εμ. Τζανέλλης και ο
Α. Μουζάλας) που συνέστησαν επιτροπή και προσέφεραν μεγάλα ποσά στο σεισμό του
1889, ενώ ο Ιάκωβος Σταθόπουλος αναφέρεται ως χορηγός για την ίδρυση του
ελληνικού νεκροταφείου και την ανέγερση του ναού του Αγίου Παντελεήμονα στο
χώρο του.
Η κατοικία άρχισε να χτίζεται το 1882 και περατώθηκε το 1885
σε σχέδιο άγνωστου Ιταλού αρχιτέκτονα. Στο οικογενειακό αρχείο διασώζεται ένα
πρωτότυπο σχέδιο πρόσοψης της κατοικίας με την υποσημείωση: Αντίγραφον
πρωτοτύπου, Δ. Α. Μεϊμάρης, 18 Δεκεμβρίου 1887.
Η κατοικία είναι χτισμένη επί της οδού Βοστάνη στο ύψος του γηπέδου. Η αρχική έκταση ήταν
πολύ μεγαλύτερη από την σημερινή και ανερχόταν σε 17 στρέμματα. Ο κήπος μπροστά
από την κατοικία είχε επίσημη διαμόρφωση με παρτέρια και σιντριβάνι. Η έκταση
πίσω από την κατοικία περιελάμβανε οπωρώνα (με μανταρινιές, πορτοκαλιές,
κερασιές) και λαχανόκηπο.
Κοντά στη κατοικία υπήρχαν τα βοηθητικά κτίσματα, όπως η
κατοικία του κηπουρού, το αμαξοστάσιο, το φυλάκιο της φρουράς δίπλα στην είσοδο
του κήπου και περίπτερο αναψυχής.
5. Οικία Θεμιστοκλή Νουλέλλη στο Μακρύ Γυαλό. Χτίστηκε μεταξύ
των ετών 1920 και 1925.
6. Οικία Αλέξανδρου Βοστάνη.
Ο Αλέξανδρος Βοστάνης ήταν απόγονος της παλιάς οικογένειας
των Βοστάνη, γαιοκτημόνων και προεστών της Μυτιλήνης, αφού ήταν γιός του
Παρασκευά Βοστάνη. Ο ίδιος αντιπροσωπεύει τη δυναμική τάξη των εμπόρων και
επιχειρηματιών της Διασποράς. Ξενιτεύτηκε σε ηλικία 15 ετών στην Αίγυπτο όπου
και παρέμεινε επί 45 χρόνια. Σε ώριμη ηλικία παντρεύτηκε κόρη του Γρηγορίου
Βερναρδάκη και απέκτησε δυο παιδιά, την Ελεονόρα και τον Παρασκευά. Την
κατοικία αυτή έκτισε για την οικογένεια του, που διέμενε μόνιμα στη Μυτιλήνη
ενώ ο ίδιος συνέχισε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες στην Αίγυπτο.
Η κατοικία κτίστηκε στην όχθη του ποταμού της Αλυσίδας,
ανάμεσα στις προγενέστερες κατοικίες του Γ. Χριστοφίδη-Κουμαριανού και του Τ.
Καμπούρη. Η χρονολογία ανέγερσης είναι το 1927 και ως αρχιτέκτονας αναφέρεται
κάποιος Ιατρού από την Αίγυπτο, ενώ σύμφωνα με άλλη εκδοχή αρχιτέκτονας ήταν ο
Ασ. Φούσκας. Η ανέγερση της κόστισε 9.000 και το οικόπεδο 1.500 χρυσές λίρες
Αγγλίας.
Οι τοίχοι είναι επενδεδυμένοι με ταπετσαρίες από το Λονδίνο,
ενώ η επίπλωση της σάλας προέρχεται από τη Ρωσία. Η επίπλωση της επίσημης
τραπεζαρίας και του καθημερινού προέρχονται από τη Βιέννη.
Το υπηρετικό προσωπικό αποτελούσαν η μαγείρισσα, δύο καμαριέρες,
η μικρή της αγοράς, και η παραδουλεύτρα κάθε Παρασκευή.
7. Οικία Θρασύβουλου Αλεπουδέλλη.
Ο Θρασύβουλος Αλεπουδέλλης μαζί
με τον αδελφό του Παναγιώτη φέρεται ως βιομήχανος σαπωνοποιίας με εγκαταστάσεις
στον Πειραιά, όπου ήταν μόνιμος κάτοικος. Νυμφεύτηκε την Μαρία Σιφναίου, κόρη
της Μυτιληνιάς οικογένειας εμπόρων και επιχειρηματιών της διασποράς και
απέκτησε δυο παιδιά. Έκτισε αυτή την κατοικία σαν εξοχική. Σημαίνοντα πρόσωπα
που συνδέθηκαν με την εκεί παραμονή τους είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που ήταν
προσωπικός του φίλος και ο Οδυσσέας Ελύτης, γιός του αδελφού του Παναγιώτη.
Η κατοικία κτίστηκε σε μεγάλη
παραθαλάσσια έκταση 4 περίπου στρεμμάτων στο προάστιο της Σουράδας. Η κατασκευή
της διήρκησε δυο χρόνια, ανάμεσα στα 1910-1912. Το σχέδιο συντάχθηκε στην
Κωνσταντινούπολη από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Ηλιάδη και εκτελέστηκε από τον
Μυτιληνιό εμπειρικό αρχιτέκτονα Ασ. Φούσκα.
Ο Θρασύβουλος Αλεπουδέλλης,
ελλείψει οποιωνδήποτε ιστορικών αναφορών στην οικογένεια, ανήκει προφανώς στην
τάξη των αυτοδημιούργητων εμπόρων και επιχειρηματιών. Είχε καταγωγή από τον
οικισμό Καλαμιάρη (κοντά στην Παναγιούδα), όπου ήταν και η πατρική κατοικία. Οι
Εμμαν. και Γρηγ. Αλεπουδέλλης αναφέρονται το 1920 ως ιδιοκτήτες βυρσοδεψείου
στη Μυτιλήνη.
8. Εξοχική κατοικία
Αχιλλέα Βουρνάζου.
Ο Αχιλλέας Βουρνάζος
ήταν γόνος μεγάλης μυτιληνιάς οικογένειας γαιοκτημόνων και προεστών και
ένας από τους τρείς γιούς του Κ. Βουρνάζου. Αναδείχθηκε σε μεγαλέμπορο και
επιχειρηματία της διασποράς, μεταναστεύοντας σε νεαρή ηλικία στην Οδησσό της
Ρωσίας. Εκεί απέκτησε τεράστια χρηματική και ακίνητη περιουσία από εμπορικές
και οικοδομικές επιχειρήσεις. Έκτισε στη Μυτιλήνη σχεδόν ταυτόχρονα δυο
κατοικίες. Τη μία στο Κιόσκι ως
μόνιμη κατοικία, μετά την οριστική του
επιστροφή από τη Ρωσία και μια στο προάστιο
Βαρειά ως παραθεριστική. Θεωρείται πιο πιθανό να είχε πρώτα κτίσει την
παραθεριστική κατοικία, ενόσω ζούσε ακόμα στη Ρωσία, αφού συνήθιζε να περνά τις
θερινές του διακοπές στη Μυτιλήνη.
Η κατοικία κτίστηκε σε μεγάλη παραθαλάσσια έκταση 5 περίπου
στρεμμάτων με αρχιτέκτονα τον Αργύρη Αδαλή και εκτιμώμενη χρονολογία το 1885.
Ολόκληρη η κατοικία φέρει εσωτερικό διάκοσμο πιθανότατα του Βασ. Ιθακήσιου.
9. Εξοχική κατοικία Αργύρη Αδαλή.
Αρχιτέκτων Αργύρης Αδαλής (1854-1915)
Ο Α. Α. καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια της Μυτιλήνης και ήταν μοναχογιός. Ο πατέρας του ήταν οικοδόμος, με καταγωγή από τα Μοσχονήσια και η μητέρα του πιθανώς προερχόταν από το Μωρηά.
Σπούδασε στο πολυτεχνείο της Αθήνας και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (Μόναχο ή Λειψία). Αναφέρεται ως βοηθός του Ερνέστου Τσίλλερ και του Θεόφιλου Χάνσεν. Μιλούσε τέσσερες ξένες γλώσσες, γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και τουρκικά.
Ο ίδιος έμενε στην οικογενειακή κατοικία μέσα στη συνοικία του Αγίου Θεράποντα. Αργότερα γύρω στα 1907 έκτισε στο Ακρωτήρι (Βάγιες) την εξοχική του κατοικία. Η κατοικία ανεγέρθηκε σε έκταση τριών στρεμμάτων περίπου, που ανήκε προγενέστερα σε Τούρκο πασά.
Ο Αδαλής ανέπτυξε πλούσια επαγγελματική δραστηριότητα στη Μυτιλήνη ανεγείροντας τα πιο σημαντικά κτίρια της ελληνικής κοινότητας, ενώ το αρχιτεκτονικό του ιδίωμα είναι έκδηλο σε πληθώρα γνωστών και άγνωστων κτιρίων κατοικίας, εμπορίου (μαγαζιών) και βιομηχανίας ( εργοστασίων) τόσο στην ίδια την πόλη όσο και σε οικισμούς. Ήταν αρχιτέκτονας του Α Γυμνασίου, του Παρθεναγωγείου, του Δημαρχείου, του Αγίου Θεράποντα της πόλης της Μυτιλήνης. Σε προφορικές μαρτυρίες αναφέρεται σαν αρχιτέκτονας της Παναγίας της Ακλειδιανής στο λόφο του Ακλειδιού, των Αγίων Αναργύρων και των Ταξιαρχών στον οικισμό Κομκό.
Ο Α.Α. διατηρούσε στενή φιλία με τον μυτιληνιό στην καταγωγή ζωγράφο Βασ. Ιθακήσιο, που εκείνη την εποχή είχε λαμπρή σταδιοδρομία στη Σμύρνη. Ο Β. Ι. έχει κοσμήσει με οροφογραφίες την εξοχική του κατοικία στις Βάγιες. Ο Α.Α. συνεργάστηκε, σε διάφορα έργα του με τους δυο μυτιληνιούς εμπειρικούς αρχιτέκτονες του Δήμου, Ασ. Φούσκα και Δ. Μεϊμάρη στους οποίους φαίνεται ότι άσκησε βαθειά επίδραση.
Ανάμεσα στα έκδηλα έργα του εκτός Μυτιλήνης είναι το σχολείο της Αγίας Παρασκευής και η οικία Βρανά στον οικισμό Παπάδος της Γέρας.
10. Κατοικία Λουκά Γούτου στην Οδό Καβέτσου της Μυτιλήνης.
Ο Λουκάς Γούτος ήταν γόνος παλιάς μυτιληνιάς οικογένειας γαιοκτημόνων, εμπόρων και προεστών. Είναι πολλές οι αναφορές σε αρχειακές πηγές για μέλη της οικογένειας τα οποία ήδη από την πρώιμη περίοδο επιδίδονται στην απόκτηση έγγειας ιδιοκτησίας (ιδίως ελαιοκτημάτων) και μέσων παραγωγής (πλοίου, ελαιοτριβείου, σαπωνοποιείου) ή αναδείχτηκαν αργότερα σαν πλούσιοι έμποροι στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και σε παροικίες της ...Αιγύπτου.
Ο Λουκάς Γούτος ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με εμπορικές επιχειρήσεις στην Ανατολή όπου απέκτησε μεγάλη περιουσία ασχολούμενος με το εμπόριο. Ήταν συνεταίρος με τον μετέπειτα δήμαρχο Μυτιλήνης Κωνσταντίνο Καβέτσο. Το 1897 σε ηλικία 30 περίπου ετών παντρεύτηκε την Αντιγόνη, μια από τις πέντε κόρες του Εμ. Τζανέλλη και απέκτησε τρία παιδιά. Η πατρική κατοικία βρισκόταν στον Αρχοντομαχαλά.
Η οικογένεια ταξίδευε συχνά στη Σμύρνη για αγορές και επισκέψεις στον στενό φίλο και αρχιτέκτονα της κατοικίας τους τον Ιγνάτιο Βαφειάδη. Ο ίδιος ο Ιγν. Βαφειάδης περνούσε πολύ συχνά Σαββατοκύριακα στο σπίτι τους στη Μυτιλήνη.
Η ανέγερση διήρκησε δυο χρόνια, ανάμεσα στα 1909-1911μ με αρχιτέκτονα τον Ιγνάτιο Βαφειάδη και αρχιμάστορα τον μυτιληνιό Μαστρογιαννακό. Όλη η επίπλωση της κατοικίας προερχόταν από την Κωνσταντινούπολη και μόνο ορισμένα κομμάτια (καθρέπτες, κουρτίνες, ταπετσαρίες κλπ.) ήταν από τη Σμύρνη.
Ο διάκοσμος είναι Σμυρνιών ζωγράφων.
11. Αρχοντικό «Αποστόλου Ευστρατίου» στη Σουράδα της Μυτιλήνης.
Η χρονολογία ανέγερσης εκτιμάται γύρω στα 1905. Ως προς τον αρχιτέκτονα υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή τα σχέδια ήταν ξένου αρχιτέκτονα από την Αγγλία ή την Σκωτία που ο Ευστρατίου είχε προσκομίσει από την εκεί παραμονή του, ενώ κατά μια δεύτερη εκδοχή ήταν ο Αργύρης Αδαλής. Το κτίριο έχει κατασκευαστεί με κόκκινα δομικά τούβλα που φέρουν σφραγίδα Μασσαλίας.
Ο Ευστρατίου νυμφεύτηκε την Μερόπη κόρη του Γιαννίκου Χριστοφίδη. Με την προίκα της συζύγου του, που ανερχόταν στο ποσό των 30.000 λιρών έχτισε τον αποκαλούμενο «κόκκινο Πύργο» της Μυτιλήνης.
12. Εξοχικό Ζάννου Σιφναίου. Βρίσκεται στο προάστιο Ακλειδιού της Μυτιλήνης.
Χτίστηκε το 1884 βάση έτοιμου σχεδίου που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη και εφαρμόστηκε με παραλλαγές και υποσημειώσεις του ιδιοκτήτη, όπως π.χ. καταγράφεται « …… θέλει γίνει ως του κ. Τιμολέοντα Καμπούρη ή ως του κ. Μιχαήλ Κατσάνη».
Το ισόγειο είναι λιθόκτιστο, ο όροφος έχει ξύλινα τοιχώματα όπως ξύλινα είναι και τα φουρούσια στην οροφή.
Οι ιδιοκτήτες των αστικών μεγάρων δεν φείδονται χρημάτων για τη μεταφορά υλικών από το εξωτερικό και τη Μ. Ασία, αλλά και τη διακόσμηση και επίπλωση με αντικείμενα που υποδηλώνουν πλούτο και αισθητικές ευρωπαϊκές επιλογές. Από το συμβόλαιο τεχνικών όρων για την κατασκευή της οικίας παραθέτουμε ορισμένα από τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν: «Αργόλιθοι Σαρμουσακίου, τούβλα διάτρητα Μυριοφύτου, κάγκελα εκ πέτρας Μασσαλίας, στέγη εκ κεράμων Ευρώπης, μακάσια εκ ξυλείας Σουηδίας, πάτωμα και ταβάνια εκ ξύλου Μαύρης Θαλάσσης, τα πλακάκια της κουζίνας κόκκινα Μασσαλίας, αι όροφοι πρώτου πατώματος εκ ξυλείας Τεργέστης (αγγλικού τύπου), παράθυρα γαλλικού συστήματος εκ ξυλείας Σουηδίας».
Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Απόστολος Σιφναίος,ο οποίος καταγράφεται στον κατάλογο των εμπόρων, χριστιανών Οθωμανών υπηκόων, που ήταν εγκατεστημένοι στην αγορά της Μυτιλήνης το 1840.
Οι λόγοι της μετανάστευσης των παιδιών της οικογένειας Σιφναίου πρέπει να αναζητηθούν στην οικονομική ανέχεια και τις φυσικές καταστροφές που έπληξαν τη Μυτιλήνη την περίοδο αυτή.
Ο Θεόδωρος Σιφναίος είναι ο μεγαλύτερος γιός του Απόστολου Σιφναίου. Ακολουθώντας το μεταναστευτικό ρεύμα μετά το 1850, πήγε στο Ταϊγάνι της Ρωσίας, στο γραφείο του συμπατριώτη του Β. Κούμπα. Ασχολείτο με την εξαγωγή σταριού, αγοράζοντας ρωσικό στάρι μεταπουλώντας το στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια κάλεσε τον αδελφό του Ζάννο και ίδρυσαν την εμπορική εταιρεία εισαγωγών εξαγωγών «Αδελφοί Σιφναίου, Ταϊγάνι». Η εταιρεία εισάγει λάδι, σύκα, φουντούκια καρύδια, χαρούπια κορινθιακή σταφίδα και χαλβά. Εξάγει σιτάρι, κριθάρι, ταραμά, χαβιάρι, βούτυρο κλπ. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της εμπορικής δραστηριότητας των παροίκων Μυτιληνιών στη Ρωσία.
Η επιχείρηση απόκτησε πολύ γρήγορα δικά της μεταφορικά μέσα, αβαθείς φορτηγίδες που ήταν απαραίτητες για τη μεταφορά των προϊόντων της μέσω του ποταμού Δον από τις σιτοπαραγωγικές περιοχές προς τα ατμόπλοια, που άραζαν έξω από τον κόλπο του Ταϊγανίου. Αργότερα απέκτησαν και δικά τους ατμόπλοια.
Υποκατάστημα της εταιρείας ιδρύθηκε από τον Θεόδωρο και στην Κωνσταντινούπολη με συμμετοχή του Ζάννου, του αδελφού του Παναγιώτη και του γαμπρού του Π. Γρημάνη.
Μετά το 1878 ο Ζάννος έχει αποσυρθεί στη Μυτιλήνη και τη δουλειά κινούν κυρίως οι τρείς μεγαλύτεροι γιοι του Βασίλειος (Βάσιας), Δημήτριος (Μήκιας) και Απόστολος.
Υπήρξε δημογέροντας και μέλος της Εφορίας των Φιλανθρωπικών Καταστημάτων. Αγόρασε την βιβλιοθήκη του Γ. Βερναρδάκη και την χάρισε στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης. Αναπαύεται στην Ακλειδιανή εκκλησία Παναγιά Ευαγγελίστρια.
13. Εξοχική κατοικία Βασιλείου.
Κτίστηκε στη Βαρειά τη δεκαετία του 1900 από την οικογένεια Βασιλείου για να χρησιμοποιηθεί σαν εξοχική κατοικία.
14. Πύργος Ιωάννη Γιαννέλη στο προάστιο Ακλειδιού της Μυτιλήνη
Χτίστηκε το 1910 με σχέδια του Αργύρη Αδαλή.
Ο Ιωάννης Γιαννέλης ήταν γόνος παλιάς μυτιληνιάς οικογένειας γαιοκτημόνων και εμπόρων. Ο Μ. Γιαννέλης ήδη από την πρώιμη περίοδο (1864) αναφέρεται να έχει συστήσει συνεταιριστική εταιρεία διακίνησης αγροτικών προϊόντων στη Λέσβο και στη Ραιδεστό της Ρουμανίας.
Ο Γ. Γιαννέλης είχε καταγωγή από το χωριό Μόρια όπου είχε μεγάλη κτηματική περιουσία και ελαιοτριβείο. Παντρεύ...τηκε την Μαρία, ανιψιά και θετή κόρη του Ζαφείρη Βουρνάζου, γόνου της παλιάς οικογένειας των Βουρνάζων. Απέκτησε δυο παιδιά, τον Ζαφείρη και τον Κωνσταντίνο. Ο Ζαφείρης Γιαννέλης, διανοούμενος με σπουδές στην Ελβετία, παντρεύτηκε προς το τέλος της ζωής του τη χέρα του γιατρού και βουλευτή Λέσβου Θεοδοσίου Θεοδοσιάδη. Κληρονόμησε την οικία στον θετό γιό του Ιωάννη Θεοδοσιάδη-Γιαννέλη.
15. Κατοικία Γεωργίου Δομένικο.
Χτίστηκε σε μεγάλη έκταση στη Σουράδα Μυτιλήνης το 1920 από άγνωστο αρχιτέκτονα.Σημερινός ιδιοκτήτης ο Θεόδωρος Δουκάκης.
Αν και οι ιστορικές αναφορές για την οικογένεια είναι σπάνιες, ο Γεώργιος Δομένικο θα πρέπει να ανήκε σε παλιά μυτιληνιά οικογένεια, όπως υποδηλώνει το γενουάτικης προέλευσης όνομα του, αλλά και η αναφορά σε μέλος της οικογένειας, στον Μ. Δομένικο, ως πλοιοκτήτη κατά την περίοδο έναρξης του Τανζιμάτ. Ένα άλλο μέλος της οικογένει...ας, ο Γ. Δομένικο αναφέρεται ως προεστός το 1877.
Ο Γεώργιος Δομένικο είχε μεταναστεύσει στην Αίγυπτο, όπου έκανε μεγάλη περιουσία σαν αντιπρόσωπος της SHELL. Όταν επέστρεψε στη Μυτιλήνη παντρεύτηκε την αδελφή του Κωνσταντίνου Χατζηχριστόφα.
16. Οικία Μιχάλη Β. Κατσάνη.
Ο Μιχάλης Β. Κατσάνης ήταν γόνος μιας από τις πιο παλιές οικογένειες γαιοκτημόνων και εμπόρων της Μυτιλήνης. Μετανάστευσε στη Βραΐλα της Ρουμανίας, όπου είχε εμπορική εταιρία γενικού εμπορίου με τον Παναγιώτη Βαμβούρη. Μετά την επιστροφή και εγκατάσταση στη Μυτιλήνη διετέλεσε πέντε φορές δημογέρων Μυτιλήνης ανάμεσα στα 1891-1906. Νυμφεύτηκε την Πηνελόπη κόρη του Μαρίνου Κουραματζή οπότε και ανέγειρε την κατοικία αυτή σαν μόνιμη.
Η κατοικία κτίστηκε σε μεγάλη ιδιοκτησία στην περιοχή του Κιοσκιού, που κατά τον 18ο αιώνα αναφέρεται σαν κήπος του Χασάν Πασά και των αξιωματούχων του. Περαιώθηκε το 1906 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αργύρη Αδαλή και με επιβλέποντα τον Ασημάκη Φούσκα. Οι επίσημοι χώροι υποδοχής φέρουν οροφογραφίες. Στο κεντρικό χολ η οροφογραφία φέρει την υπογραφή του Μυτιληνιού ζωγράφου Μαρίνου Κωνσταντινίδη ( με ημερομηνία 1906), ενώ οι χώροι υποδοχής φέρουν οροφογραφίες διαφορετικής τεχνοτροπίας αγνώστων καλλιτεχνών, πιθανώς του Β. Ιθακήσιου. Η επίπλωση έχει έρθει από την Κωνσταντινούπολη, υπάρχει δε μαρμάρινο τζάκι στη τραπεζαρία.
17. Στη Σουράδα Μυτιλήνης.
Οικία Φωκίωνα Λαλέλλη.
Χτίστηκε στη περιοχή Σουράδα της Μυτιλήνης το 1907.
18. Οικία Ιωάννη Λαλέλλη.
Ο Ιωάννης Λαλέλλης, όπως και ο αδελφός του Βασίλειος ανήκουν στην τάξη των αυτοδημιούργητων εμπόρων της Μυτιλήνης. Ήταν έμποροι αποικιακών και λαδιού με κατάστημα στον Άγιο Συμεών και πατρικό σπίτι στην Κουλμπάρα. Οι δίδυμες κατοικίες κτίστηκαν σε όμορη του αδελφού του ιδιοκτησία 1 1/2 στέμματος περίπου στο προάστιο της Χρυσομαλλούσας. Η ανέγερση του κτιριακού συγκροτήματος διήρκεσε δυο χρόνια, ανάμεσα 1924-1926 με αρχιτέκτονα τον Ασημάκη Φούσκα. Κόστισε 4.000 χρυσές λίρες.
19. Μυτιλήνη
Αρχοντικό Κωνσταντίνου Καβέτσου.
Χτίστηκε το 1879 από τον δήμαρχο Μυτιλήνης Κωνσταντίνο Καβέτσο. Βρίσκεται
στον οδό Βοστάνη.
Τα υλικά κατασκευής του ήρθαν από την Αίγυπτο. Στο εσωτερικό
υπάρχουν πλούσιες τοιχογραφίες και οροφογραφίες. Υπάρχει όμορφο βοτσαλωτό στο
διάδρομο από την αυλόπορτα ως την οικία.
20. Οικία Οδυσσέα Κουκλέλη.
Η οικία χτίστηκε στο τότε προάστιο Σουράδα της Μυτιλήνης σε μεγάλη παραθαλάσσια έκταση 6 στρεμμάτων. Η χρονολογία ανέγερσης εκτιμάται ανάμεσα στα 1900-1905 από άγνωστο στην οικογένεια αρχιτέκτονα. Σε σχετικό ιστορικό άρθρο ως αρχιτέκτονας αναφέρεται ο εμπειρικός Δ. Μεϊμάρης. Με βάση την συγκριτική μέθοδο η κ. Ιωάννα Σωτηρίου-Δωροβίνη αποδίδει τα σχέδια της οικίας στον Αργύρη Αδαλή. Ο Οδυσσέας Κουκλέλης έκτισε την κατοικία αυτή σαν εξοχική ενώ η μόνιμη κατοικία του ήταν στην Αίγυπτο. Στον κήπο υπάρχει το αμαξοστάσιο με το σπίτι του αμαξά και του κηπουρού.
Ήταν γόνος σημαντικής μυτιληνιάς οικογένειας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν, κυρίως, ως έμποροι σε παροικίες του εξωτερικού. Είχε μεγάλη κτηματική περιουσία στη Γέρα και στα Λουτρά. Ξενιτεύτηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου διέμενε μόνιμα ασχολούμενος με εμπορικές επιχειρήσεις. Νυμφεύτηκε την Κλειώ, κόρη του γιατρού Μιχ. Καρρά, την άλλη κόρη του οποίου νυμφεύτηκε ο Δημήτριος Μητρέλιας. Απέκτησε μια κόρη που παντρεύτηκε τον Σοφοκλή, γιό του Αχιλλέα Βουρνάζου.
Πολύ ωραία αναφορά σε ορισμένα απο τ αρχοντικά της Λέσβου.Μια πλήρη με όλα τα αρχοντικά και τους πύργους δεν υπάρχει ;Σε όλο το νησί και σε πολλά χωριά υπάρχουν (Αγία Παρασκευή - Ερεσό - Καλλονί κ.α ).Ένα βιβλίο με φωτογραφίες .
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα, ονομάζομαι Ίρις Κουνενή, είμαι αρχιτέκτονας και είμαι σε μία ομάδα όπου προσπαθούμε να φτιάξουμε ένα αρχείο της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς. Μπορείτε να το δείτε εδώ: https://diathrhtea.blogspot.com/ ψάχνοντας για πληροφορίες, βρήκα αυτό το άρθρο σας με πληροφορίες για διάφορα αρχοντικά της Μυτιλήνης. Θα ήθελα να ρωτήσω αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις φωτογραφίες σας αναφέροντας το όνομά σας και τις υπόλοιπες πληροφορίες. Αν θέλετε επικοινωνήστε μαζί μου στο ikouneni@gmail.com Ευχαριστώ πολύ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ, ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα σας, πάρα πολύ χρήσιμη η παρουσίασή σας των αρχοντικών, βρήκα στοιχεία που δεν γνώριζα και για το δικό μας σπίτι - Λουκή Γούτου, Καβέτσου 18! Προσπαθώ να μάθω πού ήταν το σπίτι του προ-προπάππου μου Εμμανουήλ Ζανέλλη - το αναφέρετε όπως και τον αρχιτέκνονά του, αλλά μήπως γνωρίζετε τη διεύθυνση; Ξέρω πως είχε ένα λουτρό (χαμάμ) στην αυλή και έχω ακούσει διηγήσεις τη γιαγιάς μου για το σπίτι της δικής της γιαγιάς, αλλά έλεγε πως έβλεπε τον κόσμο στην Αλυσίδα απο το μπαλκονι κι αναρωτιέμαι αν είναι αλήθεια!
ΑπάντησηΔιαγραφή